| φυλακισμένο μου πουλί, άγριο γεράκι
κλείνεις τα μάτια κι ονειρεύεσαι τις βουνοκορφές
τις χιονισμένες που αντίκρισες
και τις βελανιδιές που αγγίζανε τα σύννεφα
με τα θεόρατα κλαδιά και τον παχύ τον ίσκιο
που πρόσφεραν τόσες φορές καταφύγιο στην περιπλάνησή σου
ανοίγεις τα ρουθούνια και μπαίνει μέσα η άνοιξη
κι οι μυρωδιές από τις παπαρούνες τις άλικες
και τα ξερά τα χόρτα
που ευφράνθηκες πολλές φορές
και μες στα αυτιά σου φτάνουν συνωθούμενοι ήχοι πολλοί
που άλλοτε τους διέκρινε έναν προς έναν η ακοή σου
αυτός του αέρα είναι αχός ανάμεσα στα φύλλα
αυτός κομματισμός της θάλασσας
κι εκείνη η βοή η ακατάπαυστη απ’ το ποτάμι έρχεται
που φιδοσέρνεται ανάμεσα απ’ τους λόφους
φυλακισμένο μου πουλί, άγρια ψυχή μου
οι αισθήσεις ξέρω εξασθενούν στην μόνωση
-η ευκρίνεια του βλέμματος ας πούμε
ή της ακοής η οξύτητα-
ωστόσο πρέπει εξ’ ανάγκης να διατηρείς ακέραιες τις μνήμες τους
και ολοζώντανο τον πόθο της ελευθερίας.
ξέρεις ακόμη και τα κάγκελα που σε περιορίζουν
τα πιάνει η σήψη κάποτε και τα νικά η σαθρότητα
που έτσι να κάνεις με το ράμφος σου ή τα γαμψά σου νύχια
βρίσκεσαι πάλι φτερό στον άπλετο ν’ απλώνεις ουρανό
άσε που πλείστες η αμέλεια φορές αφήνει πόρτες ανοιχτές
και οδηγεί, τους πλέον απέλπιδες ξανά προς την ελευθερία…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|