| δραπέτευσαν προς τη σιωπή, οι λέξεις μου
κουράστηκαν βλέπεις να περιγράφουν το απροσδιόριστο
σιχάθηκαν θαρρείς να σέρνονται γύρω απ’ τις ίδιες έννοιες
σαν τους ηθοποιούς που απ’ την πολλή προσποίηση
στο τέλος αποποιούνται το αληθινό τους πρόσωπο
και φέρονται και ομιλούν σαν να φορούν ακόμη
το προσωπείο το γύψινο που κρύβει τις προθέσεις.
κατέφυγαν στην θάλασσα οι πόθοι μου
ποθώντας τον ανοιχτόν ορίζοντα να τους δοθεί
ποθώντας την καταιγίδα και τον αιφνίδιο κεραυνό
για να τους αφυπνίσει της ευόδωσης ,
την κοιμισμένη σπίθα, την ηφαιστειακή
που θα επαρκέσει για να γυρίσουν ανάποδα τον κόσμο
πέταξε προς τους νεκρούς, η μνήμη μου
εκείνους που δεν έχουν έγνοιες πια
κι απ’ το παράθυρο το δυτικό του παραδείσου
μπορούν να βλέπουν τις πορτοκαλιές τις ανθισμένες
που όπως τις σείει ο ανοιξιάτικος ελαφρύς αέρας
γεμίζουνε τη γη ολοτρόγυρα τους
με ανθάκια ολόλευκα
και ευωδιές γλυκές , σαν του έρωτα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|