Στην ράχη του δελφινιού
το φως τρεμοπαίζει μιας χώρας
με σκιές κιόνων και μάρμαρα
σκουριασμένα από τ’ αλάτι
Το μπλε ξεθωριασμένο τ’ ουρανού
και ασπίδες, δόρατα στο χώμα πεταμένα
οι Πέρσες της γενιάς μας νικητές
και εμείς οι Εφιάλτες
Τις Θερμοπύλες αφήσαμε αφύλακτες
δίνοντας τα κλειδιά σε νεκρά από σοφία χέρια
και τώρα ψάχνουμε καρτερικά μες το σκοτάδι
την κλειδαριά αραχνιασμένης μας εικόνας
Στα ερειπωμένα ξωκλήσια οι γλάροι
στρέφουν το βλέμμα τους, το πιο λευκό κι αναπολούν
το χρύσωμα στα κουρασμένα τους φτερά
που χάθηκε για πάντα
Φωνές ποιητών και φιλοσόφων
στοιχειώνουν τα ρημαγμένα μας μυαλά
κι αναζητούν την απορία
να θρέψουν μ’ ανάγκη
Οι έλληνες, ανθέλληνες
πιο μακριά απ΄τον τόπο τους
κι απ΄τους ξενιτεμένους
κι ας είναι με το σαρκίο τους
εδώ κατατρεγμένοι
Χίλιες φορές τα Μακρονήσια
την ιστορία να μην τάιζαν αποδείξεις
γιατί αυτές πληγώνουν ανήκεστα
το πατρικό το σώμα
Κι ο ήλιος της δικαιοσύνης σκοτεινός
λησμόνησε για τα καλά τούτο το χώμα
γιατί τα χέρια που γυρίσαν τον τροχό
αλυσοδέθηκαν σε σκοτεινό μπουντρούμι
Ξύπνα Οδυσσέα απ’ των Σειρήνων τον σκοπό
και συ Αθηνά απ’ της δημοκρατίας την λήθη
είναι αργά δεν έχουμε ξανά κι άλλο καιρό
η Ατλαντίδα της φυλής μας επωλήθη.
Ξύπνα Οδυσσέα απ’ των Σειρήνων τον σκοπό
και συ Αθηνά απ’ της δημοκρατίας την λήθη
είναι αργά δεν έχουμε ξανά κι άλλο καιρό
η Ατλαντίδα της φυλής μας επωλήθη.