| Τα δάκρυα βαραίνουν. Και γέρνει το πρόσωπο στο χώμα.
Εμένα τ’αστέρια μου μια ζώη στο χώμα ήταν, κι όσους
Ουρανούς ζωγράφισα με τα σκοτεινά χρώματα της ψυχής μου
Τους ζωγράφισα. Έπαιρνα ξυλάκι κι έφτιαχνα σχήματα στην άμμο,
Έφτιαχνα καρδιές με το νου κι ύστερα της φανταζόμουν να μαυρίζουν.
Όχι πως δεν μου άρεσε το κόκκινο. Είναι που εκείνο το βαθύ το γκρίζο,
Το καταραμένο, ήτανε πάντα στην άκρη της σκέψης μου,
Όσο το έπνιγα τόσο ούρλιαζε κι αυτό να γεννηθεί. Και στο τέλος
Υπέκυπτα. Έκλεινα τα μάτια κι αφηνόμουν.
Τις αγάπες τις σβήνει μια η θάλασσα και μια το δάκρυ. Μα θα μου πεις
Τα δάκρυα από που ξεφυτρώνουν; Στάγονες μιας εσωτερικής θάλασσας
Που το σκάνε και βγαίνουν στην επιφάνεια, σαν ατίθασες γοργόνες.
Την θάλασσα εγώ την έχω μέσα μου, θυμάσαι;
Γκρίζα θάλασσα, βαθιά. Τα βράδια μουγκρίζει και με ξυπνάει απότομα.
Σου ‘χει τύχει ποτέ να ξυπνάς απ’το όνειρο για να βρεθείς σε
Εφιάλτη; Παράξενα φαινόμενα, το ξέρω. Όμως θα μου πεις, από πότε
Ήτανε ανεπιθύμητοι του ύπνου οι εφιάλτες; Σαν ταινία τρόμου,
Τους βλέπεις για ψυχαγωγία όταν κοιμάσαι. Βροχή στον κουρασμένο νου
Που αράζει σε μια αιώρα τα μεσάνυχτα, μια κάθαρση απ’τις σκοτούρες
Της μέρας. Ενώ η αλήθεια; Η αλήθεια; Ένα ατέλειωτο σφάλμα,
Πάντα ελαττωματική, γεμάτη τρύπες. Και μπάζει νερό η ζωή από τις τρύπες
Της αλήθειας. Αν φυσάει αέρας στα δωμάτια που κλείνεσαι
Να ξέρεις πως το όνειρο δεν φέρνει αγιάζι.
Πάντα κάτι φέρνω στην ζωή, και κάτι μου φέρνει. Ανταλλάζουμε δώρα
Εμείς οι δυο, έτσι για να χαιρόμαστε την άσκοπή μας ώρα.
Μου δίνει το κουτί της Πανδώρας αυτή κι εγώ απαντώ με την σιωπή μου.
Μην απογοητεύσαι. Και το κουτί το άνοιξα και τους δαίμονες τους είδα
Μπρος μου. Ολοζώντανους, ο εφιάλτης της μέρας.
Ο τρόμος που σου ‘φέρνουν εκείνα τα αστέρια που κολλάνε
Στο χώμα. Σηκώνω καπνούς από χώμα όταν περπατάω.
Πού πάω να πάρει.
Από κουτί σε κουτί κι από σφάλμα σε σφάλμα.
Σου το ΄χω πει πολλέ φορές, να μ’αγαπάς και φοβάμαι.
Φοβάμαι τα τέρατα εκεί έξω. Τους δαίμονες, τα φαντάσματα,
Εκείνους τους τεράστιους ανθρώπους με τις φωνές και τις φωτιές και τα μαχαίρια.
Εκεί έξω. Να μ’αγαπάς και φοβάμαι. Εμένα φοβάμαι.
Το άλλο μου μισό φοβάμαι. Ο κάθε εγκληματίας κι ο κάθε άνθρωπος,
Νόμισματα με δύο όψεις. Μισά αστέρια, ένα κομμάτι τους ψηλά,
Κι ένα κομμάτι τους στο χώμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|