| [color=black][font=georgia]Γέρος και επάνω στο τραπέζι τα αφτιά του
κομμένα κι ακόμη το μαχαίρι κρατά
πώς ήθελε πριν λίγα λεπτά βράγχια να είχε
και πώς ο μπαρμπα-Θάνατος οικτρά τον ξεγελά
φορεμένος του Ποσειδώνα τα μαλλιά και τα λέπια
να γύρναε στη θάλασσα με τους ανέμους αμολημένους
αιμορραγεί και θολώνει το βλέμμα του δίπλα στο καντηλάκι
κι όμως ακούει, κάποιος να τον γρίκησε και να του χτυπάει την πόρτα
μα όχι, ένα αγκωνάρι πετάχτηκε από το δρόμο από αμάξι και βάρεσε
να έβρισκε τη γοργόνα τη ξανθή και το γιουσούρι και του Κορτέζ τα δουβλόνια
καβάλα σε σελάχια και κατσούρους διπλοκέφαλους
γέρος και το φεγγάρι θα πάει στην κηδεία του μόνο
ασπροφτέρουγος λογίζει ποίος θα ποτίζει τους βασιλικούς
και ποιός θα φυλάξει απ' του ποντικού το δόντι τις φωτογραφίες
την γιών του των τριώνε και της γριάς
που κάθε που κιντύνευε στα πελάγη ο μπαρμπα- Θάνατος ολοκάπιονε θα έπαιρνε
και θα ταιζότανε και χόρταινε και θα ξεχνούσε για λίγο καιρό
κι όσο βάδιζε η νύχτα κι αυτός έμοιαζε να την προσπερνούσε
και το καντήλι βαρέθηκε κι έσβησε πιωμένο το λάδι
η καρέκλα και το ντιβάνι και η σανίδα χάμω, τον μετρούσανε ακόμη
συγχίστηκε ο γέρος που κατάλαβε τις διαφορές
γεμίζει άλλο ένα ποτήρι ρετσίνα και φτύνει μέσα και φωνάζει να του φανεί
και του φανερώνεται ο μπαρμπα-Θάνατος ,
πίνουν σαν όπως βγαίνανε κουσέρβα με το τσούρμο παιδαρέλια
και στο μπαϊντούζι που γλεντούσανε, και λένε ιστορίες κι οι δυό
κι ούτε κρατάει τώρα κανείς κακία για τον άλλον
ο γέρος που του πήρε τους δικούς και τον άφησε κούτσουρο
κι ο μπαρμπα-Θάνατος που χρόνια τον γυρεύει με την εντολή στο χέρι να παραδώσει
το πρωί ήταν Κυριακή και στην εκκλησία
ο γέρος πήγε να μεταλάβει γεμάτος αίματα
"ο σημειωμένος" που τον λέγανε στο χωριό
που την είχε σκαπουλάρει και πάλι...[/color][/font]
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|