| Ή άδικία
Άπό νωρίς ξεκίνησε, περίεργα νά κοιτάζει.
Τόν κόσμο νά παρατηρεί, χωρίς νά τόν πειράζει.
Κρατώντας κάποια άπόσταση, όλα τά μελετούσε.
Κρυμμένος πάντα στήν σκιά, κοιτούσε καί σιωπούσε.
Μετά, όταν μεγάλωσε, άρχισε νά προσέχει,
τά ζευγαράκια δίπλα του καί νά τόν διακατέχει,
μία περίεργη χαρά. Μιά έξαψη μυστήρια.
Ίδίως όταν έβλεπε, μέσα άπ τά παραθύρια,
τίς άγκαλιές καί τά φιλιά, τού έρωτα τά χάδια,
πού οί έραστές μοιράζονται, άπλόχερα τά βράδυα.
Στά πάρκιν, στίς άκρογιαλιές, στ άπόμερα τά άλση,
κρυμμένος μές στίς φυλλωσιές, χωμένος μές στά δάση,
παρέδωσε τό πνεύμα του, στ άνίκητό του πάθος.
Ποτέ του δέν κατάλαβε, ότι ζούσε ένα λάθος
καί μιά ζωή άλλόκοτη, στήν τρέλλα βυθισμένη.
Σ ένα σκληρό ναρκωτικό, γιά πάντα έθισμένη.
Ένα ξημέρωμα, νωρίς, τόν πιάσαν νά ''ρεμβάζει''
κι άπό τό ξύλο τό πολύ, άκόμα άναστενάζει.
Τόν βάραγαν καί ρώταγε, γιατί τόν έκτυπούσαν
κι έκείνοι τόν έδέρνανε καί δέν τού άπαντούσαν.
Μία ζωή όλόκληρη, έπέρασε κι ώς τώρα,
θυμάται μέ παράπονο, αύτήν τήν άγρια ώρα,
πού τούς ζητούσε νά τού πούν,γιατί τόν τιμωρούσαν
καί τήν μοναδική του άπόλαυση, άδικα τού στερούσαν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|