| ο ουρανός έπαιρνε κόκκινο απ’ τη Δύση
και σ’ είδα Ευρώπη σ’ έναν άσπρο ταύρο πάνω
μόλις που σ’ είχε στο καμβά του ζωγραφίσει
το γηραιό κι άσαρκο χέρι του Τιτσιάνο
γυμνοί πετούν ερωτιδείς κρατώντας τόξα
φωνάζεις μάταια σαν να πέτρωσε η φωνή σου
«δεν θέλω αθανασία, Όλυμπο και δόξα»
μα είναι πιο πάνω οι Θεοί απ’ τη δύναμή σου…
σίγουρη, αλλού, για την θεσπέσια ομορφιά σου
ο κύκνος πλάι σου να σε μαυλίζει , Λήδα
με ματαιόδοξο χρυσάφι στα μαλλιά σου
και στους καρπούς, και στο λαιμό σου πάνω… σ’ είδα
το δέρμα σου είχε μια λάμψη από μετάξι
γυμνή όπως στάθηκες μπροστά στον Τιντορέττο
έχοντας κάτω όλα τα ρούχα σου πετάξει
ποζάροντας σ’ ένα φιλάρεσκο πορτραίτο
ανώνυμη και από ανώνυμο χρωστήρα
σε μια τοιχογραφία ξέθωρη απ’ το θειάφι
κι απ’ του ηφαιστείου τον καπνό σ’ είδα στη Θήρα
λουλούδια κρόκου να συλλέγεις σε καλάθι
δε σε παλιώνει ο χρόνος όσο κι αν περνάει
μα σε θυμίζει σ’ άλλα ονόματα κι εικόνες
και σ’ εξιδανικεύει αντί να σε γερνάει
έτσι που να μου φαίνονται σαν χτες… οι αιώνες
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|