| Στην ακρη της Αβυσσου να ακροβατεις θαρρεις,
χωρις να απλωσεις για να κρατηθεις.
Κι οταν ακομη ο βραχος , στο γκρεμι της ψυχης ,
στερεη σου προσφερει γη , παλι να μην απλωνεις ...
... ουτε τον ισκιο για να κρατηθεις .
Στο δικαιο μονο που οφειλουν , εκει ' θε να ριζωνεις ,
σαν στειρο δεντρου, το κλαρι, που γερνει μες στου γκρεμου την ακρη .
Κι οσο κι αν ανεμος λυσσομανα, αυτο σαν στοιχειωμενο στεκει
και χορευει σιωπηρα , σε ηχους του ανεμου , που το πολεμα ,
και χαιρεταει και παλευει την Αβυσσο , στην ακρη του απο ψηλα,
γιατι κανενας ανεμος , καμια ριπη οσο κι αν ισχυρη -' κει δα τις
ριζες του , πώς ριζωσαν στερες ;- Δεν ξεριζωνει , δεν σαλευει .
Και περιμενει σκιαχτρο ανυδρο , στα σκοτεινα και τα κλαδια ματωνει ,
καθως ο ανεμος στα χερια του , τα ξυλινα λυσσομανα και τρεχει
το χωμα του ποταμι κι ομως ποτε δεν ξεψυχα , ουτε στην ακρη
της Αβυσσου ποτε γλυκοχαραζει .
Κορακια μαυρα , αρπακτικα , οι συντροφοι - εχθροι του,
καθως το βαρος τους χαιδευει τα κλαρια κι ομως ,
η μονη ζωντανη επισκεψη του πανω κοσμου ,
στην ανυδρη ζωη του .
Η Αβυσσος που καθε μερα το καλει και εκλιπαρει ,
τα απομειναρια του να εχει , κι εκεινο με το χωμα του , το μαυρο,
που τις ριζες του στοιχειωνει , την λιθοβολει , ποτε το τελος του
χωρις , δικαιωση μη 'ρθει κι ας βρωμισε στην σαρκα του , την ξυλινη,
η ψυχη , κι ας ξεμεινε η ανασα του , στου πανω κοσμου , την οχλαγωη.
Στην ακρη της Αβυσσου , καθως λυγαει , μα δεν σπα , μετριεται η
δυναμη του .
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|