| Το τέλος κι η αρχή είναι δύσκαμπτες έννοιες,
κι εγώ η δύσπιστη αναπολώ το πρόσωπο σου
μέσα στη σιωπή, αρνούμενη να δεχτώ την απουσία.
Είναι που το τέλος είναι αχώνευτη έννοια,
το ανθρώπινο μυαλό την διυλίζει κι όμως πάλι
στο μηδέν επιστρέφει όταν η διαδικασία λήξει.
Τι να πω κι εγώ, που η απορία γραντζώνεται στα χείλια μου
και δεν λέει να φύγει. Γιατί πρέπει να φύγεις,
μου λες; Κι εγώ γιατί πέφτω κάποτε; Γιατί πέφτω τόσο
όταν φεύγεις. Απλώνεις καμιά φορά το χέρι σου, μέσα
στη βιασύνη της φυγής, να διακόψεις την πτώση μου.
Κι όμως εγώ πέφτω
ακράτητη. Στο κενό. Σ’εκείνο το βαθύ σκοτάδι που
υπάρχει μετά την ζωή. Στο ίδιο σκοτάδι
που θα πέσω όταν τα μάτια μου κλείσουν σαν παλιά μπαούλα.
Στο ίδιο σκοτάδι που θα πέσω
όταν θα καληνυχτίζω τη ματαιότητα για πάντα.
Την αγάπη θα φοβάμαι πιο πολύ να καληνυχτίσω.
Και ποια είναι η μοίρα της αγάπης
όταν η ζωή θα τρεμοπαίζει στον ορίζοντα,
σαν μακρινό όνειρο που φεύγει. Σβήνουν τα όνειρα, το ξέρεις;
Και μετά... Και μετά, όταν τα φώτα θα καίγονται,
όλα τα όνειρα μαζί, στάχτη κι αυτά μαζί με ένα σωρό
σκόρπιες αναμνήσεις... Και μετά την ζωή τι δηλαδή;
Αν φύγω πρώτη, θα φύγω κρατώντας σου το χέρι.
Θα φύγω με το όνομά σου στη χείλη μου, αν τύχει και λείπεις.
Μα αν φύγεις πρώτος; Θα με πνίγει η σκέψη πως δεν σε
χόρτασα. Θα ‘ναι ο λυγμός μου ένας λυγμός εσωτερικός,
βαθύτατος. Θα σκέφτομαι πως δεν πρόφτασε ο εθισμός
μου στην ύπαρξή σου να με σκοτώσει. Ίσως και μέσα στον πόνο
της έλλειψης, να πλυθώ με μια χούψτα ζωής. Καμιά φορά
η αγάπη πεθαίνει μετά το
θάνατο, κι είναι η αθανασία στο τέλος της μέρας
μια ιστορία που δεν έσβησε, εκείνα τα απομεινάρια της
αγάπης που όταν εξατμίζονται τα σώματα παραμένουν αλώβητα
στα συρτάρια του χρόνου.
Η αθανασία ενεργοποίειται μετά θάνατον, Αγάπη μου.
Όταν φύγουμε εμείς, αυτό που θα μείνει θα είναι το παραμύθι
δυο ψυχών που κούρνιασαν κάποτε προσωρινά και αιώνια
δίπλα δίπλα. Το παραμύθι δυο ανθρωπάκων
που κατάφεραν να μιλήσουν με μια κοινή σιωπή, μια σιωπή
γεμάτη πάθη και χρώματα, τραγούδια, γεύσεις.
Κάθομαι κι αγναντεύω
με τρόμο το χάος, εκείνο το πυκνό και προκλητικό τίποτα
που κάποτε ονομάζουμε ζωή. Εκείνο το ανέκφραστο τίποτα
που λένε πως είναι το αύριο, η άλλη σου ζωή, το άλλο σου εσύ.
Και νιώθω μικρή, σαν αστέρι στο σύμπαν.
Σκέφτομαι πως ό,τι κατεβαίνει στη γη,
ανεβαίνει πίσω από κει που ήρθε,
ίσως και να κατεβαίνει απλά πίσω στο χώμα.
Κι ύστερα σκέφτομαι εσένα. Σχεδιάζω το σχήμα της φιγούρας σου,
χρωματίζω με τη σκέψη το σώμα σου,
τη σκιά του σώματός σου,
το χαμόγελο, τον ήχο της φωνής σου. Κάπου στο βάθος, εκεί μακριά,
κοντά στο τέρμα,
στην άκρη του τούνελ, λουσμένο στο φως, σε βλέπω, μου γελάς.
Η αθανασία ενεργοποιείται μετα θάνατον, Αγάπη μου.
Ανταλλάζουμε βλέμματα. Χαμογελάς, χαμογελώ.
Δεν κοιτάζω πίσω μου, πουθενά δεν κοιτάζω μάλλον. Έχεις δει ποτέ
το χάος να γεμίζει; Έχεις δει ποτέ το κένο να ξεχειλίζει;
Εγω το ‘χω ζήσει. Κι αν είναι να φύγω, θα φύγω μέσα απ’την ζωή μας.
Κι αν είναι πάλι να φύγεις εσύ, θα φύγω και πάλι μέσα απ’την ζωή μας.
Κι όταν πεθαίνει η ζωή, να το ξέρεις πως πεθαίνει μεγάλη.
Φουσκωμένη από αγάπη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|