|
Άφησα τη φαντασία να υφάνει τον ιστό της και αφέθηκα στην αγκαλιά του χρόνου σαν νεογέννητο που ξεφάσκιωτο στην κούνια του, αναζητά το στήθος για να γεμίσει την κοιλιά του. Γύρισα το ρολόι του και γαντζώθηκα στην ημέρα που ο παπάς με σήκωσε τρεις φορές στον αέρα. Την είδα να κλαιει σιωπηλά, ακουμπισμένη σε μια συμφοιτήτρια της. Ήταν εκείνη που με φιλοξένησε εννιά μήνες μέσα της., που πόνεσε για να βγω στον κόσμο της ,που με κράταγε με χαρά και υπερηφάνεια στα χέρια της,. Τώρα κλαίει σιωπηλά απέναντί μου, καθώς ο παπάς με ετοιμάζει για το αεροβάπτισμα.
Τι όνομα θα του δώσετε, ρωτάει εκείνος την νεαρή μητέρα, είναι της Παναγιάς σήμερα…μήπως Παναγιώτη? Όχι ..Όχι ψέλλισε εκείνη.. ίσως ένα ένα πιο καλόηχο, για να ανοίξει μελωδικά την …Πύλη. Μάριο..θέλω πάτερ..Μάριο,είναι όμορφο όνομα, ας φύγει έτσι. Γύρισα το βλέμμα μου σ εκείνη. Εξακολουθούσε να τραντάζεται από το κλάμα, παρ όλο που την νόμιζα ψύχραιμη σαν φοιτήτρια της Ιατρικής που ήταν. Είχαν δει τόσα τα μάτια της στο νεκροτομείο ,που ποτέ της δεν είχε ταραχθεί έτσι. Ένοιωθε όμως νυστέρια να κομματιάζουν τη ψυχή της, καθώς το πρώτο πλάσμα που ήτανε ολότελα δικό της, το μόνο που αγάπησε τόσο πολύ ,θα έφευγε για πάντα από κοντά της..
Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος…. Όχι Μάρκος..Μάριος..Μάριος του φώναξε επιτακτικά. Χέρια με σήκωσαν ψηλά και είδα από κάτω τις μορφές να μικραίνουν.
Μίκρυνε και κείνη.Ενοιωθα ότι ήμουνα πιο ψηλός απ όλους.Λες να είχα περάσει ήδη την Πύλη και τους έβλεπα από ψηλά? Μα δεν βλέπω τίποτα τέτοιο, παρά μόνο τα καστανά της μάτια να με ραίνουν με δάκρυα.Τι όμορφη που ήτανε Θεε μου !
Κυριε ψέλλισε η ψυχή μου , άφησε με λίγο ακόμα στον κόσμο της, δεν θέλω τον παραδεισό σου..δεν τον θέλω.Θέλω τούτη την κόλαση πούφτιαξες, για καθαρτήριο να ζήσω.
Ο παπάς ακούμπησε το αποστεωμένο σωματάκι πάνω στο σεντόνι, όπως ακούμπησαν οι μαθητές το σώμα Του στο σάβανο, κουνώντας το κεφάλι του με λύπη.
Δεν έχει ελπίδες Κυρία μου, ίσως λίγες ημέρες ακόμα,ψιθύρισε ο γιατρός χτυπώντας την φιλικά στον ώμο. Όχι βρε παλιάνθρωπε.. θα ζήσω ,δεν θα σου κάνω το χατίρι, είπα από μέσα μου, σφίγγοντας τα δάχτυλα σε γροθιές. Θα ζήσωωωωω!
Όμως για να μείνω σε τούτο τον κόσμο, έπρεπε να δώσω πίσω το νόμισμα που προοριζόταν για τον βαρκάρη. Τον υλικό εαυτό μου, βορά στα χέρια εκείνης, που μ ακολούθησε σαν σκιά από τα πρώτα μου βήματα. Στα χέρια της μοίρας, που είναι ιδιαίτερα σκληρή για όσους την ξεγελούν
Μαράκος
*Το όνομα που έπρεπε να μου είχε δοθεί,αν δεν ήμουνα του θανατά,θα ήτανε.. Δημήτριος,το οποίο έλαβε μετέπειτα ο αδελφός μου αντ εμού
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|