| Κι όμως φίλε.
Αυτή η ζωή, είναι δική σου.
Αυτή η γαμημένη ζωή,
είναι ολόκληρη δική σου.
Η σιχαμένη δουλειά,
που σ’ ανάγκασαν να σφιχταγκαλιάσεις.
Η βαρετή, μίζερη, καθημερινή απελπισία,
που κυβερνά την παράνοια σου.
Τα ποτά, τα τσιγάρα, οι καφέδες,
που καταλήγουν
να έχουν όλα την ίδια γεύση.
Οι μισότρελες που πηδάς,
και σε διαολοστέλνουν.
Ή θέλουν γάμο.
Τα παιδιά σου, που σε φτύνουν,
κι εσύ καμαρώνεις,
πως σε φτύνουν όμορφα.
Τα λεωφορεία,
τα γεμάτα τσακισμένα όνειρα.
Οι φρικτές πλατείες,
τίγκα στους μισαλλόδοξους,
στους σφιχτούς δικέφαλους,
στους κουνιστούς πισινούς,
στα παρκαρισμένα τζιπ.
Τα κοινωνικά γιατροσόφια
που ασελγούν
πάνω στην ανατιναγμένη σου υπόσταση.
Ο βλαμμένος στον καθρέφτη,
που δεν υπάρχει περίπτωση
να είναι γνωστός σου.
Η πλήρης απαξίωση
όλων των παιδικών γέλιων.
Οι ανάσες, που βγαίνουν και δεν βγαίνουν.
Ο καθημερινός τρόμος.
Τα σάπια κορμιά και οι σάπιες ψυχές.
Η ευχή,
να την κοπανήσεις,
το συντομότερο.
Η κοπέλα του μπαρ,
που χαμογελάει επί πιστώσει.
Οι χειμώνες, τα καλοκαίρια.
Οι βροχές, τα χιόνια.
Ο ήλιος, που σε καίει χωρίς οίκτο.
Κυρίως ο μαλάκας ο ήλιος.
Οι θεοί,
αραχτοί στα καφενεία τους,
να μεθοκοπούν,
να περιγελούν την φρίκη σου.
Τα ποιήματα των βρυκολάκων,
εκτός από ελάχιστα ζωντανά.
Τα ατέλειωτα σκουπίδια.
Τα νεκρά πουλιά.
Όλη η περιττή σου ύπαρξη.
Όλη δική σου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|