|
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Είμαι ένα παιδί, λένε άτακτο.
Μου αρέσουνε οι ζαβολιές
Μου αρέσουν τα παιχνίδια
Καθόλου όμως τα βιβλία.
Η δασκάλα μου, η κυρία Ζ ω ή
Ψιλή, ξερακιανή και άχαρη,
συνέχεια με μια βέργα στο χέρι
τριγυρνάει στην τ ά ξ η!
Γιαννάκη. Έλα πες το μάθημά σου.
Πάλι α δ ι ά β α σ τ ο σε πιάνω.
Άνοιξε το χέρι σου.
Κι βέργα σφυρίζει στον αέρα.
Γιαννάκη. Γιατί άλλαξες θ ρ α ν ί ο…
Δεν σου έχω πει ε γ ώ που θα κ ά θ ε σ α ι;
Πότε θα μ ε γ α λ ώ σ ε ι ς επί τέλους;
Π ο τ έ ! λέω με πείσμα από μέσα μου
Γιαννάκηηηη…. έλα εδώ γρήγορα
Γιαννάκηηηη…. πήγαινε εκεί
Γιαννάκη ά ν ο ι ξ ε το χέρι σου.
Αμ θα σου βάλω εγώ μυαλό. Που θα μου πας;
Αχ Θεέ μου πότε θα ‘ρθει καλοκαίρι;
Να πετάξω την σιχαμένη σ ά ρ κ α
με τα σ ο φ ά βιβλία απ’ την πλάτη μου
και να τρέξω στην πιο πάνω γειτονία…
Εκεί που παίζουν κυνηγητό τα σύννεφα με τα πουλιά
Θεέ μου κάνε να μην ξαναγυρίσω ποτέ πια στο σ χ ο λ ε ί ο….
και να μην ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου την Κυρία Ζ ω ή…
Τη στρίγγλα!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|