| Αφού ποτίζεις την ψυχή, καθισμένη σε σκληρούς υφάλους, γιατί σε εμέ είσαι απρόσιτη και φονική; Μην είναι ο μύθος ο παλιός ο που στους τόπους του ακόμα ξεχασμένος, λέει πως εκ ποταμού μια νύμφη Αύρα εγενήθη. Και σκόρπισε τα φυλλώματα των περίφανων δένδρων στο άγριο κυνήγι της και όχι λαγούς και ελάφια, παρά αρκούδες και λέοντες στην θήρα σκότωνε. Μα την Αυλωνίδα είδε σε λουτρό και μέμφθηκε τα άμεμπτα. Και έτσι δεν διέφυγε απ'του θεού τον οινοθέντα ποταμό και τον μεθυσμένο γάμο.
Μα σαν την ώρα πριν την αυγή που η μαύρη θάλασσα παίρνει χρώμα ιώδες, δύο ύδρες τυλιγμένες φάνηκαν στα νώτα σου. Τις έπιασες και τις φόρεσες, και η θάλασσα έγινε γλαυκή. Και η δροσιά της αυγής δόθηκε στου ηλίου την θέρμη. Πότησες την πέτρα και φύτρωσε το άνθος. Έσταξε ο οίνος και πότησε τον σίτο. Έσταξε το δάκρυ και συμπλέχθηκαν τα άνθη. Ποιός αντέχει τέτοιο πέλαγος; Ο καρχαρίας, η χελώνα, και τα θηρία του βυθού. Θάλασσα έρημη, να που μου την παίρνεις πίσω, φεύγει με την άμπωτη. έμαθε λέει την καρδιά μου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|