|
| Μαινάδα | | | Τραγούδα Μούσα των δασών του μαύρου δέντρου δάκρυ
την νύμφη την κεραύνια, την Αύρα την αγρία
πως φύτρωσε στα απρόσητα, στην κορυφή του λόφου
ιστούς άλλοτε ύφαινε να βλέπεις να θαυμάζεις
αράχνη όντας αιολόμορφη στο κούφωμα της τρύπας
λίγα στο δίκτυ έπιανε στην κορυφή του λόφου
και μεσ' την πείνα ούρλιαζε κουφά και δίχως στόμα
ποτέ δεν έπιασε την ποθητή πυγολαμπίδα
τον λύχνο της νυκτός τον μυριοποθημένο
η αυγή της φαινόταν άχρηστη, ανούσια, μισητή
και η μέρα ως ίσκιος πέρναγε, ως σύννεφο του ψεύδους
Βαρύθυμος ο καταιβάτας, με νέφη ζοφερά
άστραψε εν θυμώ και κεραύνωσε το δέντρο.
Και τότε ήρθε άνεμος μαζί με λαίλαπα πολύ
το τάραξε συνθέμελα, τού' σπασε τα κλαδιά
απ'τον λάκκο το εξέστρεψε και το πέταξε στην Γη.
Κλάψαν οι δρυάδες, οι αδελφές της νύμφης
κλάψαν για την νύμφη με την μαυρισμένη όψη
"γιατί αδελφούλα φύτρωσες τόσο απόμακρά μας;
τι ήθελες την κορυφή του ανεμόδαρτου λόφου;
ο άνεμος ταράζει των εαρινών ψυχών την πτήση
στα άνθη πως να κάτσουν; το νέκταρ να γευτούν;
αχ σάρκα μας χαμένη, σάρκα χτυπημένη
νόμιζες πως ήσουνα πολύ απάνωθέ μας."
Ήρθαν και των μυρμήγκων τα άπειρα πλήθη
του έφαγαν τις ρίζες, του φάγαν το κορμί
έσβησε το δέντρο, όνειρο ήταν της υπερβολής..
μα ο σπόρος του δεν χάθηκε, τρύπωσε στην γη
στο ρήγμα της ξερολιθιάς στου ερπετού τον οίκο
στον οίκο τον χειμερινό των υπόπετρων ονείρων..
όνειρα είχε χθόνια σπαραγμών και σήψεων
του θάνατου τα είδωλα, φτυσιματιάς φαρμάκια.
Και το φίδι το υπόπετρο στο κοίλωμα της τρύπας
αεικίνητο όντας άφησε της σήψης την εικόνα
σε σπείρα κουλούριασε την πολύμορφή του όψη
έρποντας κύλησε στης Νύκτας το άπειρο άντρο
στο σπήλαιο της χθονίας και ουράνιας μητέρας
πικρά φτύνοντας τα βέλη του άπειρου του οίστρου
έρπισε στον Θλιβαίο τον υποχθόνιο ποταμό
χύνοντας τα δάκρυα των ταραγμένων υδάτων
στην συμβολή του Πυρόφλογου και του Θλιβαίου
έπεσε στην θάλασσα την μυριοθηροτρεφούσα
πικρό φτύνοντας το βέλος του Πυροθλιβαίου
και γιγαντίας δράκαινας λαμβάνοντας εικόνα
διέσχισε τον Πόντο ταχέως και μυριοκεφαλάτως
φρίτοντας και τρομάζοντας της θάλασσας τα πλήθη
σκόρπισε των ψαριών το πολύφυλο γονιμο γένος
και τα ποντόπλανα δελφίνια έφυγαν προς βυθό
και των φωκίων τα κοπάδια κραύγασαν με φόβο
φρικτά τίναξε η δράκαινα ως μάστιγα τα κεφάλια
άρεα βακχεύοντας το μέγα κοίλωμα του αιθέρα
και η δράκαινα εφέρπισε στο κοίλωμα του αέρα
τρομάζοντας τα πτηνά με το φτύσιμο εκείνο
έρπισε και ξεσήκωσε τα ουράνια θηρία
κύκλωσε τον σκύλο με του Σείριου την καύση
φρικτά γαύγισε αυτός τον θυμό πυρόνοντας
ο σκορπιός ανύψωσε την φαρμακοουρά του
έφριξε και ο λέων την επαυχένια τρίχα σείων
ο ταύρος χαμήλωσε τα καμπτά κέρατά του
και θυμωμένη μούγκρισε η βουκέρατη Σελήνη
και βλέποντας ο Ήλιος ο τετράπους χορευτής
την αισχρή εικόνα ενός ανάρμοστου οίστρου
είπε στον κεραύνιο νεφελεγέρτη Δία.
"Το δικό σου το βέλος της πυρόκλαυτης φλόγας
φρικτό έκανε τον φύλακα, το φίδι της μαινάδας
θλιβερή μνήμη φέροντας του αρχέγονου Τυφώνα
αλλά σε βουλεύω μην της δίνεις τέτοια φλόγα,
σε κέντρο νέου έρωτος ανάγκη είναι να πέσει
και αλλάζοντας της γιγαντίδας την ψεύτικη εικόνα
ξανά φίδι να γίνει μεσ' της φύσης τον χορό
και αρμονικά έρποντας στο πρόσωπο της Γης
με τις αδελφές να τρέφει το αθάνατο το βρέφος."
και κάλεσε τον Έρωτα το αθάνατο το βρέφος
και ο πρωτόγονος θεός και η ζωή η ίδια
μαζί την πέτυχε το εράσμιο και το κεραύνιο βέλος
το μεν διαλύοντας το ψέμα της γιγαντομορφής
το δέ στην μνήμη φέρνοντας την ποθητή εικόνα
ενός κούρου απερίγραπτου και τιτανίου βάθους
την μέση της έπιασε και κράτησε σφιχτά
αγκαλιάζοντάς την, φίλησε τον ποθητό λαιμό της
φιλώντας την ρίζα της ψυχής την έθρεψε σε βάθος
έσταξε νέκταρ στην ψυχή γαλήνεψε το άντρο
πλημμύρισε το άντρο με γάλα απ'τον μαζό της
και γελώντας βούτηξαν στον Γαλαξία ποταμό
και η δράκαινα αλλάζοντας την τυφώνεια μορφή
με πετράδια ιερά σχημάτισε νέο σώμα
κύκλωσε τον ουράνιο Πόλο, του Έρωτος το κέντρο
φύλακας αθάνατος των ιερών αγνών μαινάδων.
Ήρθε η Αυγή και είδε την νύμφη να κοιτάζει
το χρυσό της φώς με διαύγεια και γαλήνη.
Χτύπησε τον θύρσο κάτω, οίνο βλύζοντας και γάλα
απ' το ρήγμα της ξερολιθιάς, του ερπετού τον οίκο
και ανακατεύοντας ο άνεμος τα ποθητά μαλλιά της
διπλά εβακχεύθη η νύμφη, δια πολέμων και ερώτων
και θρεφόμενος ο σπόρος απ' τα χειμέρια ύδατα
βλάστησε σε νέα θέση καλύτερη από πρώτα
και η νύμφη στην δροσιά της εαρινής αυγής
τα άνθη της τέντωσε στον Ήλιο του Αυγούστου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
| ειρήνη πόλεμος, αλήθεια ψεύδος...Διόνυσος | | |
|
**Ηώς** 08-09-2011 @ 12:00 | Μ Ε Γ Α Λ Ε Ι Ο!!!!!!!!!!!! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | John Fenix 08-09-2011 @ 17:55 | Τρομερή δημιουργία. Συγχαρητήρια!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ::up.:: ::up.:: | | Έαρ.ινη 09-09-2011 @ 21:16 | ειναι απιστευτο!! μπραβο σου ::smile.:: | | iokasth 17-09-2011 @ 11:28 | Τι άλλο.! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ.!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΝεφΕλλη | | ALIROS 20-09-2011 @ 21:17 | δεν έχω λογία/// Υπάρχουν ήλιοι που έσβησαν προτού γλυκοχαράξουν
Και γίνανε ηθοποιοί στο κόσμο να υπάρξουν
Δανείσου κι άλλο φως φεγγάρι μου θλιμμένο
Έχε σκηνή τη νύχτα σου , Όνειρο ξεχασμένο/// | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|