|
Ο χρόνος γλιστρά μέσα απ' τους καθρέφτες
σ' ένα ταξίδι απροσδιόριστης διάρκειας
κι όταν επιτέλους φτάσει στον προορισμό,
η ζωή εξανεμίζεται με το πρώτο πρωινό φιλί
που περνά απ' τ' ανοιχτό παράθυρο.
Με τί να ντύσω το γυμνό θάνατο;
με ποιό συναίσθημα, ποιό χρώμα, ποιά μουσική;
Έχει συνθέσει το πιό όμορφο ποίημα γιά 'μένα
κι αυτό δεν μπορώ να το αγνοήσω.
Όμως δεν μπορώ να τον αντικρίσω φιλικά,
με αποσπά βίαια απ' την αγκαλιά της ύλης.
Μήπως να του φερθώ εχθρικά;
-Μα, δεν ξέρω πού με πάει.
Κάτι μου λέει πως δεν είναι το τέλος,
ούτε καν η αρχή,
κάτι μου λέει πως είναι η συνέχεια.
Να του κόψω το δρόμο,
να σβήσω τις μνήμες μου,
να μισήσω την ποίηση;
Είμαι καλά εδώ, ή κάπου αλλού
τα πουλιά τραγουδούν πιό γλυκά;
Να μισήσω ξαφνικά τα βουνά, την άνοιξη
και τα κεράσια ή να φοβηθώ;
Καλύτερα ν' αγαπήσω τους ανεμόμυλους
και τα σπαρμένα, υγρά χωράφια...
Άργησα,
το τρένο περιμένει το μοναδικό του επιβάτη.
Φεύγω χωρίς επιστροφή
κι ας με ξεχάσουν όλοι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|