| Ένα ξεχασμένο αίσθημα ευφροσύνης με πλημμύρισε όταν συνειδητοποίησα, και δεν μπορούσα καλά καλά να το πιστέψω, πως αυτός που περπατούσε δίπλα μου ήταν εκείνο το πανέμορφο και χαρωπό αγόρι που ’χα γνωρίσει δεκατέσσερα χρόνια πριν. Ψηλόλιγνος, καστανόξανθος, πάντα μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο, εικοστριών χρονών τότε, ο Φίλιππας.
Περπατήσαμε μαζί στον πλακόστρωτο δρόμο, παράλληλα με τη γκριζογάλανη λωρίδα της θάλασσας στα δεξιά μας, στο βάθος. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι καφενείου, απέναντι ο ένας απ' τον άλλο. Χιονισμένες κορφές πέρα μακριά. Ρεύματα ανέμου μάς έπαιρναν ψηλά.
Του μίλησα για τα γαλανά του μάτια και γι’ ανοιχτούς ουρανούς. Για τα μακριά του δάχτυλα, που δεν τόλμησα ποτέ να τ’ αγγίξω. Για τον ήλιο τον ξανθό που περίμενα κάθε μέρα να έρθει, να σκορπίσει την ομορφιά, το φως και το γέλιο του. Του είπα πόσο θα ’θελα τότε να χωθώ κάτω από το δέρμα του, σαν χάδι, και να ζήσω στον κόσμο του για πάντα.
Του είπα για τη φωτογραφία του στο προφίλ: ηλιοβασίλεμα κι αυτός καθισμένος στην άκρη κάποιου κάστρου, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, να ρεμβάζει, καπνίζοντας, μόνος – γιατί μόνος; (Χωρίς την Ηρώ σου, την Ελένη σου, την Αλκμήνη σου; Γιατί θέλησες μόνος;)
Εκείνος γελούσε.
Χωρίσαμε, ενώ άρχισε να σκοτεινιάζει.
Κι αν είχε αλλάξει βέβαια (πάχυνε, τα μαλλιά του αραίωσαν, το χαμόγελό του δεν ήταν πια το ίδιο), κοντά του ένιωσα πάλι την καρδιά μου ζωντανή.
Κάθισα σ’ ένα βράχο κι αγνάντευα. Σμήνη μενεξεδιές αποχρώσεις τρύπωναν σαν ακρίδες από παντού στην παγωμένη συνοικία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|