| Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελέυθερος-έτσι δεν λένε; Νιώθω κι εγώ καμιά φορά ελευθερία. Σκέφτομαι πως θα φύγω άμα γουστάρω, απ’την πίσω πόρτα ή απ’την κεντρική πύλη, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Θα γυρίσω την πλάτη στον κόσμο με ένα αέρα ‘ανώτερης’ σοφίας – όχι γιατί κατάφερα να εξιχνιάσω το μυστήριο ούτε γιατί η ιστορία μου είχε τελικά ένα βαθυστόχαστο μήνυμα.
Θα φύγω και το μουτράκι μου θα λάμπει γιατί ήξερα.
Η γνώση –να το ξέρετε- είναι σπουδαίο πράγμα, ακόμα κι αν αυτό που γνωρίζει κανείς είναι απλούστατα η ύπαρξη της έλλειψης. Έλλειψη γνώσεων, έλλειψη της ουσίας των γνώσεων, έλλειψη γενικώς και αορίστως. Ίσως, λέω ίσως, η ζωή να είναι τελικά μια έλλειψη. Μια υπερμεγένθυση του απλοποιημένου, μια σκευωρία θεών και συνανθρώπων να δώσουν μια άλλη διάσταση στην ζωή, ανύπαρκτη, ανυπόστατη. Όχι δεν φοβάμαι, θα λέω ό,τι γουστάρω. Θα πάρω με τη σειρά όλα του κόσμου τα μεγάφωνα και θα λέω ό,τι γουστάρω. Έχω ήδη δει την ζωή γυμνή και ομολογώ με περηφάνεια πως δεν φοβάμαι–πώς μπορεί κανείς να φοβάται αυτό που δεν υπάρχει.
Όταν είναι να φύγω, θα φύγω απ’την αυλόπορτα νομίζω. Ο κήπος της ζωής θα είναι η τελευταία μου κατοικία. Μου τάξανε κήπους πέρα απ’το σκοτάδι της επίγειας νύχτας και κοίταξα –η ανίδεη- πιο προσεχτικά, να δω τι κρύβεται πίσω απ’την άβυσσο, πέρα απ’το τέρμα. Κάτι τελειώνει και κάτι αρχίζει. Ίσως όμως, λέω ίσως, όλα ν’αρχίζουν και να τελειώνουν εδώ. Η απειρότητα του κύκλου. Και πίσω απ’τη νύχτα, μια νύχτα πιο σκοτεινή, μια νύχτα ανεξάντλητη, τρομακτική, ανακουφιστική, γαλήνια. Τα παράδοξα συνεχίζονται, ενώ εμείς κάπου τελειώνουμε. Η αγάπη, η μοναξιά, η επιτυχία, η μιζέρια, τα όνειρα, όλα τελειώνουν.
Χαμογελώ. Κυνικό χαμόγελο ‘σοφίας’. Πέφτουν βροχή οι τίτλοι του τέλους, κι η ανθρωπότητα στραμμένη ακόμα σε ένα ουρανό που στο τέλος της μέρας πάντα σκοτεινιάζει. Το μυαλό τελικά έχει αχρωματοψία, βλέπει το μαύρο γαλάζιο.
Λες κι εγώ να τελειώσω; Ή ακόμη χειρότερα, εσύ, πες μου Καρδιά μου, εσύ υπάρχει περίπτωση να τελειώσεις; Υπάρχει η πιθανότητα να μην σε βλέπω το πρωί, να μην σε νιώθω κοντά μου, να μην μπορώ να σε πάρω ένα τηλέφωνο; Εκείνη την καταραμένη την αυλόπορτα φοβάμαι, τις αναπάντεχες ‘εξόδους’ γενικότερα. Κινδυνεύουμε διαρκώς από μυριάδες εξόδους κινδύνου που να πάρει. Κι η ελευθερία που πάει; Όλοι οι μάγκες στο τέλος δειλιάζουν. Κι αν καταφέρνουν τα παληκάρια να ζουν μακριά απ’τις Μεγάλες Παγίδες Μεγάλων Ιδεών, είναι που έχουν μάθει να τα βλέπουν όλα από κάποια απόσταση. Όταν κρατάς αποστάσεις απ’τον ίδιο το φόβο, πώς μπορείς να κοκορεύεσαι πως δεν φοβάσαι.
Κάθε μέρα για κάποιον σπάνε δυστυχώς οι αποστάσεις.
Κι όταν αδειάζει ο χώρος μιας κατά τα άλλα άδειας (σαν όλες τις άλλες) ύπαρξης, τότε είναι που νιώθει κανείς την απώλεια της έλλειψης. Κοστίζει ακριβά η απουσία.
Κι η ζωή συνεχίζεται. Κι οι θεοί πληθαίνουν. Κάθε μέρα κάποιος μαθαίνει να πιστεύει σε ό,τι δεν βλέπει, σε ό,τι δεν αγγίζει. Η πίστη άλλωστε είναι όπως την ποίηση των αισθήσεων. Δεν διαβάζει κανείς για να δει το φως, διαβάζει για να ξεχνάει.
Κάθε μέρα κάποιος ξεχνάει ό,τι είχε μάθει. Κι αρχίζει να σιγά σιγά να καίγεται.
Οι μέρες, ο χρόνος, ο χρόνος που περνάει, οι μέρες, κάθε μερα.
Καλημέρα/καληνύχτα. Μια λεπτή, πολύ πολύ λεπτή κλωστή, μια απειροασήμαντη πιθανότητα... Φοβάσαι;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|