| Αυτό τον καιρό
έχω όλο τον κόσμο γραμμένο
στα παλιά μου τα παπούτσια.
Στα τασάκια στοιβάζονται
τουλάχιστον εξακόσια τσιγάρα.
Στον σκουπιδοτενεκέ
τα τριπλάσια.
Στα πνευμόνια μου
λικνίζεται θανατηφόρα ο καπνός τους.
Άδεια κουτιά μπύρας αγκαλιάζονται
με κενές κούπες καφέ στο πάτωμα.
Είμαι αξύριστος και βρώμικος
και δεν άλλαξα ρούχα
εδώ και βδομάδες.
Ο Φάλκο στριγγλίζει πάλι,
απ’ τα ηχεία του υπολογιστή.
Κι η Νένα τραγουδάει
πως θα με παντρευόταν,
αν ήμουν πιο διάσημος.
Δεν κοιμήθηκα εδώ και περίπου
δεκαεφτά τρισεκατομμύρια μέρες.
Ή νύχτες... Ποιός ξέρει...
Δεν μιλάω σε κανέναν.
Δεν με κοιτάει κανείς.
Πέρασε προχτές μια παρέα
κι έριξε μια ματιά,
μέσ’ απ’ τη χαραμάδα.
Αδιαφόρησα εντελώς
για τα σχόλια:
«Δεν είναι δυνατόν! Δεν είναι δυνατόν!»
και τα τρανταχτά γέλια.
Βιβλία παντού.
Αποκλείεται να τα τακτοποιήσω.
Δόξες και μεγαλεία.
Αποκλείεται να τ’ αγγίξω.
Σκόνη και παλιά κουτιά πίτσας
φεγγοβολούν
όταν ανάβω έν’ ακόμη σπίρτο.
Δεν ξέρω ποιό σκοτάδι να παρατήσω:
Το μέσα ή το έξω.
Κρατάω και τα δύο.
Η μακρυνή σου ανάμνηση,
έγινε το ίδιο σημαντική,
με την γάτα που ξεπόρτισε,
μισότρελλη απ’ την πείνα.
Δεν μπορώ τώρα, σας λέω!
Αυτό τον καιρό,
συνθλίβω τον μαλάκα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|