| Επάνω σε ψηλά βουνά στους λόγγους στα λιθάρια
κάτι άνθρωποι αλλόκοτοι εχτίσανε φωλιά
σε ένα κοντάρι βάλανε κουρέλι για σημαία
και γράψαν με το αίμα τους τη λέξη λευτεριά
Ο Αλή Πασάς τους έστειλε απτά Γιάννενα χαμπέρι
με έναν κακομούτσουνο από την αραπιά
τα βράχια αν του δώνουνε του κάνουν το χατίρι
θα τους εδώκει αρχοντικά και ολόχρυσα φλουριά
Αυτοί χαμογελάσανε και ξύονταν στα παπάρια
τα γέλια τους ακούστηκαν σε όλο το ντουνιά
πέσε ρε μούλε στον Αλή το Σούλι δεν πατιέται
από τουρκόσπορο σκυλί κιόλα τα ξωτικά
Ένας από όλους τους τρελούς θαρρώ τον λέγαν Φώτο
κίνησε για την μάνα του να πάει να τη βρει
να πει τα νέα που έφτασαν άπτον τουρκοαρβανίτη
που ήταν του Αλή επιθυμιά πόθος και προσταγή
Στο σπίτι μόλις έφτασε η μάνα του ήταν έξω
κουβέντα δεν επρόφτασε το στόμα του να πει
τα καριοφίλια ετοίμαζε και ένα του το δίνει
και ο λόγος της ήταν ξερός και πέτρινη η φωνή
Πάρτο ετούτο γιόκα μου στον κόρφο σου να τοχεις
αυτό θα έχεις δίπλα σου πατέρα και αδελφό
κατάρα δίνω και ευχή με τούτο να σε φέρουν
ζώντας εάν είναι ειν΄καλά μα ακόμα και νεκρό
Τέτοια φάρα αλλόκοτη δεν γνώρισε η πλάση
ήταν σας λέω όλοι τους γυναίκες και παιδιά
ένα μυαλό ασιγούρευτο και αγύριστο κεφάλι
δίναν στον χάρο αντάμωμα τέτοια αποκοτιά
Κανείς τους δε φοβήθηκε το ξακουστό ασκέρι
που όλος ο κόσμος έτρεμε δύση και ανατολή
θαρρείς δε λογαριάζανε μια χούφτα νοματαίοι
τον φοβερό και τρομερό και αδίστακτο Αλή
Μανάδες στολιστήκανε λες και γινόταν γάμος
γλεντούσαν και χορεύανε σε δυνατή φωτιά
στο Σούλι εσωπάσανε τα αηδόνια τα τρυγόνια
τραγούδια ακουότανε κλαρίνα και βιολιά
Στο νου τους μέσα τοχανε πως στον απάνω κόσμο
λέγαν αντίο και έφυγαν για να ταμπουρωθούν
Τοχαν γραμμένο στην καρδιά σε ελεύθερα ντουβάρια
και ας ήταν άγονα ξερά να ζήσουνε μπορούν
Όποιος διαβεί τα μέρη αυτά τα βράχια τα λιβάδια
Θα πάρει ανάσα καθαρή αμόλυντη βαθιά
οι άνθρωποι γεννήθηκαν χειρότερα απ’τα αγρίμια
χρειάζονται να ζήσουνε μόνο τη λευτεριά
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|