Από μικρός στα βάσανα
ζωή χωρίς ανάσα
δάκρυ από γλυκάνισο
φωνή ξερή και μπάσα
Μου βγάλαν επικήδειο
το πρώτο φως σαν είδα
ο άσωτος εγώ ιός
για τη μαμά πατρίδα
Το μαύρο μου τους μύριζε
το άλλαξαν με χάπι
όταν θολώνει το μυαλό
να ψεύδεται το μάτι
να βλέπω γύρω μου σκιές
όταν περιπλανιέμαι
και το θεό μου όταν βρω
σαν κλέφτης να απαρνιέμαι
Σχολείο μαύρο πρόβατο
με είχαν τιμωρία
κρατούσα με το αριστερό
την άσπρη κιμωλία
μονάχο το θρανίο μου
απέναντι στον τοίχο
περνούσανε οι ώρες μου
γράφοντας κάνα στίχο
Πρώτη φορά συνάντησα
στα είκοσι το χάρο
κουβέντα του ξεκίνησα
και κάναμε τσιγάρο
το ξέρω θα έρθει η στιγμή
που πάλι θα τα πούμε
θα με γνωρίσει σίγουρα
όταν θα ειδωθούμε
Η φάτσα μου αλλόκοτη
η μύτη μου αστεία
από άλλο είμαι ανέκδοτο
πρόστυχη ιστορία
γι α αυτό σου λέω πρόσεχε
και μη με πλησιάζεις
στη λογική σου είμαι τρελός
με βλέπεις και τρομάζεις
Μου έδωσαν προσωνύμιο
ο επικηρυγμένος
και ας ήμουν εγώ μέσα μου
από όλους φοβισμένος
το βήμα μου τους όργιζε
γιατί είχα άλλη πορεία
στα πρέπει και τα θέλω τους
μόνη διαμαρτυρία
Θα πάω σε εκείνο το βουνό
εκεί ψηλά θα αράξω
με του μυαλού μου τα φτερά
για πάντα θα πετάξω
θα αφήσω το σακάκι μου
πίσω σιδερωμένο
ντυμένος μες στη γύμνια μου
κορμί τσαλακωμένο
ΤΕΛΕΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ,
ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ,
ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ,
ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΟΨΗ,
ΓΑΙΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΟΣ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟΝ,
ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ...............