|
| Ρούμπι ο Πατσαβούρας | | | Καθώς η πραγματικότητα γεννάει το παραμύθι | | Ρούμπι ο Πατσαβούρας
«Που είναι η Ρίτα;» Ένας ψηλός καλοπροαίρετος άνδρας μου δείχνει τη γυναίκα του και μετά λέει: «Να η Ρίτα». Εγώ σηκώνομαι από τη ραχατλίδικη θέση μου και πηγαίνω προς τη Ρίτα, κουνώντας επιδεικτικά την ουρά μου. Ο ψηλός άνδρας δείχνει να το χαίρεται και γεμάτος ικανοποίηση λέει στην γυναίκα του: «Είδες ο Ρούμπι τι έξυπνο σκυλάκι που είναι;» Χαχανίζουν και οι δυο και μετά τα ίδια από τη Ρίτα. «Ρούμπι, Ρούμπι που είναι ο Βαγγέλης;» «Να ο Βαγγέλης». Αναγκαστικά σηκώνομαι και πηγαίνω προς τον Βαγγέλη… χαχανητά. Μετά έλα εδώ Ρουμπι ο ένας, έλα εδώ ο άλλος… με τρελάνανε. Όχι ότι δε μ’ αρέσει, αλλά ρε παιδί μου το παρακάνουνε ώρες ώρες. Ξέρετε εμένα δε με λέγανε Ρούμπι. Με φώναζαν Φλός. Τώρα πως τους ήρθε και με φωνάζουν Ρούμπι ούτε που το κατάλαβα. Τι Φλος τι Ρούμπι. Εγώ θέλω να περνάω καλά και ας με φωνάζουν και Τζάκ.
Κάμποσο καιρό πριν –όσο με φώναζαν Φλος – ήμουν με κάποιους άλλους ανθρώπους. Καλοί άνθρωποι είχαν και δυο μικρά παιδιά. Με πρόσεχαν πολύ. Παράπονα δεν είχα. Καλό φαγητό, με τις βόλτες μου, τα παιχνίδια με τους μικρούς και μεγάλους. Μια μέρα που γυρίζαμε από τις καλοκαιρινές διακοπές μας, οι άνθρωποί μου, σταμάτησαν σ’ ένα σουπερμάρκετ να ψωνίσουν. Με έβγαλαν και εμένα να ξεμουδιάσω και να κατουρήσω, όπως συνήθως γινόταν. Έτρεχα από δω, έτρεχα από εκεί σ’ ένα χωράφι δίπλα στο σουπερμάρκετ, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίζεται μια μικρή χαριτωμένη σκυλίτσα και την πήρα από πίσω. Τα παιδιά μου φώναζαν να γυρίσω πίσω όμως εγώ όλο και ξεμάκραινα παίζοντας με την σκυλίτσα. Με πήγε μες την πόλη και χάθηκα. Δυο μέρες έψαχνα να βρω τους δικούς μου μα τίποτα. Πήγαινα από δω και κει και όλοι με έδιωχναν. Απογοητεύτηκα, ψόφησα στην πίνα και έχασα τα νερά μου. Την τρίτη μέρα της περιπλάνησης μου, άρχισα να μπαίνω στα σπίτια κουνώντας την ουρά μου με την ελπίδα να βρω τους δικούς μου. Τίποτα όμως , όλοι μου φώναζαν ουστ από δω και με έδιωχναν. Κάποια στιγμή ανεβαίνω κάτι σκάλες και φτάνω σ’ ένα πλατύσκαλο. Πέφτω πάνω σε μια κυρία, που όταν με είδε χάρηκε και με χάιδεψε. Εγώ της κούνησα την ουρά μου και την άφησα να με χαϊδέψει περισσότερο. Ήταν η Ρίτα. Μετά ήρθε και ένας άνδρας και παρακολουθούσε με απορία μια εμένα και μια τη Ρίτα και ήταν ο Βαγγέλης. Τους ξάφνιασα και φαίνεται ότι τους ξάφνιασα ευχάριστα. Γελούσαν και με χάιδευαν και εγώ άρχισα να κάνω τα κόλπα μου. Η Ρίτα γέμισε ένα δοχείο με νερό να πιώ να ξεδιψάσω. Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι και μου έφερνε διάφορες λιχουδιές – πρώτο πράμα –και είχα μια πίνα! Μετά ήρθαν οι προβληματισμοί και τα ερωτηματικά. Ποιανού να ‘ναι το ζώο; Τι κάνουμε τώρα; Εγώ πάλι, γεμάτος αγωνία, τους έβλεπα στα μάτια και λαχταρούσα να καταλάβω τι σκέπτονται για ‘μένα. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Παρακαλούσα να με κρατήσουν. Φαινόντουσαν καλοί άνθρωποι και κάτι μου έλεγε ότι θα πέρναγα καλά μαζί τους. Για μια στιγμή ο Βαγγέλης πήρε μια τριχιά και με έδεσε σ’ ένα σημείο. Καλό σημάδι είπα μέσα μου. Πρέπει να πάμε να το δηλώσουμε στην αστυνομία, να το ανακοινώσουμε στον ραδιοφωνικό σταθμό της περιοχής και στην TV, άκουσα να λέει στη Ρίτα. Μετά από λίγο ο Βαγγέλης έφυγε για την αστυνομία. Η Ρίτα, που πρέπει να ήξερε από ζωντανά, με έβαλε κάτω και άρχισε να με καθαρίζει να με περιποιείται και μετά με πήγε μια βόλτα. Όταν γυρίσαμε βρήκαμε τον Βαγγέλη στο σπίτι. Τα έκανα όλα, είπε στη Ρίτα, αστυνομία, σουπερμάρκετ,TV, ραδιόφωνο όλους τους ενημέρωσα. Ας ελπίσουμε ότι κάποιος θα ενδιαφερθεί. Πέρασαν δυο τρείς μέρες αλλά τίποτα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Την τρίτη μέρα με πήγαν και στον κτηνίατρο. Ο κτηνίατρος μας είπε τα καλύτερα λόγια και μας έδωσε οδηγίες. Εγώ πια καμάρωνα. Μετά πήγαμε στο φαρμακείο κάναμε τα εμβόλια ψωνίσαμε τροφή και ένα λουράκι για τις βόλτες και γυρίσαμε στο σπίτι. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το όνομα. Οι καημένοι δεν ξέρανε πώς να με φωνάζουν. Μια με φώναζαν Ρεξ μια Αζώρ μια το ένα μια το άλλο με ζάλισαν. Κάποια στιγμή στην παρέα του σπιτιού μια κυρία με φώναξε Ρούμπι. Εγώ αμέσως τινάχτηκα, γιατί μου ήρθε στο μυαλό το μικρό κοριτσάκι με το οποίο έπαιζα όταν ήμουν στην άλλη οικογένεια. Το φώναζαν Ρουμπίνη. Να το! Αυτό είναι Ρούμπι τον λένε! Είπε η κυρία θριαμβολογώντας. Ρούμπι με φώναξε και η Ρίτα και ανταποκρίθηκα πάλι. Λοιπόν θα τον λέμε Ρούμπι στο εξής είπε η Ρίτα. Εγώ πάλι το δέχτηκα και έτσι έκλεισε και αυτό το θέμα. Ρούμπι ο πατσαβούρας είπε ο Βαγγέλης με μια δόση ικανοποίησης. Δεν είχε άδικο. Έτσι μικροκαμωμένος που είμαι με πλούσιο τρίχωμα όπου δεν διακρίνεις ούτε κεφάλι ούτε πόδια, όταν απλώνομαι στο πάτωμα μοιάζω σαν τσούλι, σαν φλοκάτη, σαν πατσαβούρα. Όταν δεν με προσέξουν εύκολα μπορεί να με πατήσουν. Σιχ Τσού είπε η Ρίτα. Καλή ράτσα και ήσυχο, είπε ο άλλος. Έξυπνο ζωντανό ένας τρίτος. Έχει περάσει εν τω μεταξύ αρκετός καιρός και πλέον γνωριστήκαμε καλά. Περνάω πολύ καλά και φαίνεται ότι και αυτοί περνάνε καλά με εμένα. Με έχουν στα όπα όπα . Τρώω καλά, με βγάζουν έξω για περίπατο, να τρέξω να ξεμουδιάσω, να παίξω με κανένα άλλο σκυλάκι, να κυνηγήσω καμιά γάτα. Το κυνήγι της γάτας είναι το χόμπι μου. Κατά τα άλλα είμαι όλη τη μέρα αραχτός και παρακολουθώ τις κινήσεις τους. Αυτοί πάλι όλο πάνε κι έρχονται μέσα στο σπίτι και προσπαθούν να κάνουν κάτι , κατά τη γνώμη μου άσκοπα. Δεν τους παίρνεις κουβέντα και μόνο αν θέλουν να παίξουν μαζί μου λένε κάτι. Είχα την εντύπωση ότι οι άνθρωποι είναι έξυπνα όντα αλλά δεν το βλέπω. Να, τις προάλλες μου έδωσαν κάτι να φάω και με πείραξε. Πήγα και στάθηκα μπροστά στη Ρίτα και προσπαθούσα να της δώσω να καταλάβει ότι έχω πρόβλημα. Γρύλιζα και πηγαινοερχόμουν ανήσυχος αλλά η Ρίτα δεν κατάλαβε τίποτα. Είχε και δουλειά και δε μου έδωσε σημασία. Δεν άντεξα και τα έκανα σε μια γωνιά αλλά ως φαίνεται σε ακατάλληλο μέρος. Άκουσα τα σχολιανά μου και έφαγα και το ξύλο μου. Μου κακοφάνηκε αλλά ξέρεις εγώ δεν κρατάω κακία. Εν τω μεταξύ φαίνεται ότι τέλειωσαν οι διακοπές του καλοκαιριού και ένα πρωί μπήκαμε στο αυτοκίνητο και μετά από κάμποσες ώρες ήρθαμε σε άλλο τόπο, σε άλλο σπίτι. Στο δρόμο που πηγαίναμε ο Βαγγέλης χαριτολογώντας έλεγε στη Ρίτα: «Κοίτα να δεις πως την πάτησα με το ζωντανό και όλο ένα να το αγαπάω περισσότερο!» Το νέο σπίτι είναι πιο περιποιημένο με περισσότερα σκαλιά και πόρτες και ένα μεγάλο μπαλκόνι. Τον περισσότερο καιρό την βγάζω στο μπαλκόνι. Έχω δυο μήνες τώρα με τη Ρίτα και τον Βαγγέλη και μέχρι αυτή τη στιγμή όλα πάνε καλά. Γνώρισα και τη Μαρία την κόρη τους. Η ημέρα μικραίνει, δρόσισε κάπως και μάθαμε ο ένας τον άλλο. Ίδωμεν…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ 26-11-2011 @ 10:38 | Μπράβο.
Να πω με την ευκαιρία ότι δεν αγοράζουμε σκυλάκια από πετ σοπ γιατί είναι εγκληματικό.
Γίνονται εκτροφές αποκλειστικά για το κέρδος της πώλησης και μάλιστα κακές εκτροφές σε παράνομα εκτροφεία.
Δε πληρούνται οι σωστές συνθήκες και μη σας ζαλίζω αλλά αν θέλετε ζωάκι ρίξτε μία ματιά στα αδεσποτάκια στις φιλοζωικές οργανώσεις | | monajia 26-11-2011 @ 10:58 | ΣΥΜΦΩΝΟ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΝΝΗ....ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ,,ΚΑΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΑΤΣΑΣ ΤΗ ΠΕΙΡΑΖΕΙ? ΨΥΧΟΥΛΑ ΕΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ..
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟ Σ/Β/Κ.. | | Ναταλία... 26-11-2011 @ 11:19 | Μου άρεσε η αφήγηση σου ::yes.:: ::theos.:: ::theos.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|