| [align=center][B][I]Αυτή την εποχή έμενα στα Κάτω Πατήσια.
Χειμώνιαζε όπως τώρα και συνήθιζα τα βράδια να κάνω μεγάλες βόλτες με τα πόδια.
Από Κάτω Πατήσια ως Ομόνοια και πάλι πίσω.
Με τα ακουστικά με την αγαπημένη μουσική στα αυτιά να βλέπω όλη τη διαδρομή σα βιντεοκλίπ.
Έτσι και αυτή τη Τρίτη.
Το κρύο ήταν τσουχτερό, οι άνθρωποι στο δρόμο λίγοι και τα αυτοκίνητα ελάχιστα.
Ήμουν στη πλατεία Αμερικής και χάζευα βιτρίνες περνώντας αργά.
Τη μουσική διέκοψε ο ήχος κλήσης του κινητού.
-Έλα.
-Να σου πωωωω( με νάζι), γυρίζοντας θα μου φέρεις το Cosmopolitan?
-Μα βρε μωρό μου εγώ αυτό το κωλοπεριοδικό δε το ακουμπάω.
-Έλα μωωωωρέεεεε.
-Καλά.
Τη σκέφτηκα στο κρεββάτι μία εβδομάδα με γρίπη να βλέπει αηδίες στη τηλεόραση και υπέκυψα.
Σε όλη τη διαδρομή σκεπτόμουν αν επιστρέφοντας θα το κράταγα στο χέρι ή θα το είχα κρυμμένο
κάτω από το μπουφάν.
Έφτασα Ομόνοια και πέρασα απέναντι στο περίπτερο μπροστά από τη τράπεζα.
Κοίταξα από τη μπροστά πλευρά αλλά δε το είδα.
Δεκάδες ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά έκαναν δύσκολη την αναζήτηση.
Φυσικά και δε θα το ζήταγα στο περιπτερά.
Απλώς αμίλητος θα του το έδειχνα , θα πλήρωνα και θα έφευγα στα γρήγορα.
Πέρασα να το ψάξω από τη πλευρά της τράπεζας.
Όπως ήμουν αποροφημένος στην αναζήτηση άκουσα μία φωνή.
-Ε, ισύ.
-Ποιός, εγώ?
Στην άκρη του πεζοδρομίου δύο πανάρχαια Suzuki και δύο μπάτσοι .
Πλησίασα όλο περιέργεια αλλά και ευγένεια.
-Παρακαλώ?
Ο ένας ήταν γύρω στα τριάντα και κάθοταν πάνω στη μηχανή.
Ο δεύτερος γύρω στα πενήντα και πλησίαζε πεζός προς το μέρος μου.
-Διν ακούς που σου μιλάμι τόση ώρα?
-'Οχι, δε σας άκουσα, έψαχνα ένα περιοδικό και....
-Άστα αυτά, σου μιλάγαμι κι μόλις μας άκουσις πήγις πίσου απού του πιρίπτιρου.
-Μα όχι, δε σας άκουσα καθόλου.
-Λέγι ρε, τι πέταξις στου κάδου?
-Έγώ???Τίποτα.
-Μόλις μας άκουσις πήγις πίσου απού του πιρίπτιρου κι πέταξις στου κάδου του χασίς.
-Μα τι είναι αυτά που λέτε, ψάξτε το κάδο και αν δε θέλετε εσείς το κάνω εγώ.
Φορούσα ένα δερμάτινο μαύρο μπουφάν, μαύρο πουλόβερ και μαύρο παντελόνι.
Όλα ολοκαίνουρια.
Υπέθετα ότι δε κινούσα υποψίες με το ντύσιμό μου.
Είχα κάνει λάθος όμως.
-Δώσι μου τη ταυτότητά σ΄.
Γαμώ τη γκαντεμιά μου, δε την είχα μαζί, την είχα ξεχάσει στο άλλο μπουφάν.
-Δε την έχω μαζί, έχω όμως το δίπλωμα και το διαβατήριο.
Τα πήρε και έριξε μία ματιά.
Από το ύφος του κατάλαβα ότι δε ξεμπερδεύω εύκολα.
Ήταν αποφασισμένος να το τραβήξει.
Σε αντίθεση με τον άλλο που είχε γύρει στη μηχανή σα να βαριόταν του θανατά.
-Καναδούς?
-Ναι, υπάρχει πρόβλημα?
-Άδειασι τις τσέπις σου.
Έβγαλα το πακέτο τα τσιγάρα , το ζίπο, κάτι χαρτονομίσματα και το κινητό.
-Δικό σ' είνι τούτου ή του έχεις κλέψ'???
Πήρε το nokia N91( μόλις είχαν κυκλοφορήσει) και το περιεργάζοταν.
-Σας παρακαλώ, με ποιό δικαίωμα με αποκαλείτε κλέφτη?
-Ισύ είσι ιδού? μου έδειξε τη φωτογραφία στην οθόνη.
-Ναι.
-Και του Βαραντέρου δικό σ' είνι?
-Ναι.
-Κι που το ΄χεις?
-Σπίτι.
-Γιατί?
-Γιατί μου αρέσει να κάνω βόλτες με τα πόδια, για αυτό.
Είχα αρχίσει να φουντώνω.
Η αδιακρισία και οι ηλίθιες ερωτήσεις σε συνδυασμό με τη προφορά του με είχαν κάνει από εκεί που
ήθελα να γελάσω να γίνω τούρκος.
Πήρα αστραπιαία μέσα μου την απόφαση να τον κάνω να το μετανοιώσει το παλιόβλαχο.
Στο μεταξύ ο δεύτερος είχε σταματήσει έναν πιτσιρικά με ένα τρισάθλιο παπάκι
και του έκανε έλεγχο,
Ο δικός μου πλησίασε, μίλησαν για λίγο και γυρνώντας προς το μέρος μου μου είπε.
-Στο τμήμα για εξακρίβουσ'.
-Μα έχω το διαβατήριο...
-Ανέβα στου παπάκι.
Κοίταξα το παπάκι.
Δε θα του έκανα το χατήρι έτσι εύκολα
Έγώ εκεί? Δε θα είσαι καλά.
-Ισύ μόνου σε Βαραντέρου ανιβάινς?
-Μόνο! Σιγά μην ανέβω σε παπάκι που δεν έχει που να βάλω τα πόδια και σε GSX παλιατζούρα.
Σα να του έδωσα σφαλιάρα,
Τα μάτια του γούρλωσαν, το πρόσωπό του έγινε κατακκόκινο και άρχισε να ουρλιάζει.
-Με τα πόδιααααα, με τα πόδιαααααα.
Έκαναν αναστροφή και η πομπή ξεκίνησε. Εγώ στην άκρη
στο πεζοδρόμιο και στην άκρη του δρόμου
οι δύο μηχανές και στη μέση ο πιτσιρικάς με το παπάκι.
Έξω από το Μπακάκο έβαλα τα χέρια στις τσέπες.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το κρύο ήταν τσουχτερό.
-Έξου τα χέρια απού τις τσέπις.
Έβγαλα τα χέρια από τις τσέπες και τα σήκωσα ψηλά σαν αιχμάλωτος πολέμου.
Όσοι ήταν αυτή την ώρα στην Ομόνοια γύρισαν και κοιτούσαν με περιέργεια και απορία.
-Του παίζς έξυπνους??? Κάτου τα χέρια γιατί θα στα κόψου, ούρλιαξε με όση δύναμη είχε ο ηλίθιος.
Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου.
Θα το διασκέδαζα όσο μπορούσα.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τη 3ης Σεπτεμβρίου και στη πλατεία Λαυρίου κάναμε αριστερά.
-Ωχ, στο πρώτο πάμε? ρώτησα.
-Γιατί, έχεις πρόβλημα?
-Να, έχω δει κάτι βιντεάκια στη τηλεόραση και......
-Ηρέμισι, δε θα σι σκουτόσουμι, μου απάντησε σχεδόν θιγμένος .
Μπροστά από το πρώτο ήταν αραγμένο ένα μαύρο Χάμερ.
-Ποιανού είνι ειτούτου? ρώτησε ο δικός μου τον ειδικό φρουρό που ήταν στη είσοδο.
-Του Τ.........η απάντησε ο ειδικός φρουρός.
-Καλά, κι που βρήκι τα λιφτά να του πάρ'?
Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηηκε στο πρόσωπό μου.
Είναι γνωστό που βρίσκουν όλοι οι μπάτσοι τα λεφτά.
-Εισί γιατί γιλάς? με ρώτησε με άγριο ύφος.
-Θυμήθηκα ένα ανέκδοτο.
-Ανέβα πάνου και θα σου κουπεί του γέλιου.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά και φτάσαμε στο πρώτο όροφο.
Με πήγε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας.
-Τι έχουμε εδώ?
-Μόλις μας είδι κρύφτηκι πίσου από το πιρίπτιρου κι ξεφουρτώθηκε του πράμα στου κάδου.
-Ψέματα,ούρλιαξα, αυτός ο ηλίθιος ούτε που έκανε το κόπο να κοιτάξει το κάδο.
-Έτσι είναι? τον ρώτησε ο αξιωματικός.
-Εεε, τραύλισε.
-Καλά, κάτσε στη πόρτα του απάντησε.
-Γδύσου, είπε γυρίζοντας προς τα εμένα.
-Εδώ?
-Θέλεις παραβάν?
Έβγαλα τα ρούχα και έμεινα με τα εσώρουχα.
-Βγάλτα όλα.
-Όχι!
-Γιατί?
-Αν δε φύγει αυτός από εδώ δε βγάζω τίποτα άλλο.Τον έκοψα από την αρχή πως γουστάρει αγοράκια.
Ο βλάχος κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος μου έτοιμος να πάθει αποπληξία και ο αξιωματικός πετάχτηκε από το γραφείο σα να τον χτύπησε ρεύμα.
Άρπαξε το γκλομπ από τη καρέκλα δίπλα του και κοπάνησε το γραφείο με όση δύναμη είχε.
-Γδύσου τώρααααα.
-Καλά, αλλά εσείς θα το μετανοιώσετε.
-Βγάλε τη αριστερή κάλτα.
Την έβγαλα.
-Να βγάλω και τη δεξιά μήπως τα έχω κρύψει εκεί?
-Σκάσεεεεεεεε.
Ένας αστυνομικός μπήκε στο γραφείο, ψυθίρισε κάτι στον αξιωματικό και έφυγε.
Η φωνή του αξιωματικού γλύκανε ξαφνικά.
-Καλά βρε παιδί μου,αφού είσαι εντάξει τι το τραβάς?Είσαι ελεύθερος να φύγεις.
-Εγώ το τραβάω ή αυτός ο ηλίθιος στη πόρτα?Που πάτε και τους βρίσκετε?
-Σήκω και φύγε μη σε κλείσω μέσα όλο το βράδυ, ακούς?
-Φέυγω, φεύγω,το πρωί να πείτε τα χαιρετίσματά μου στο δοιηκητή σας το κύριο Μ----ά.
-Ξέρεις τον κύριο Μ----ά?
-Αλλοίμονο, πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου.
Ο αξιωματικός με κοίταξε με ένα απολιθωμένο ύφος ανίκανος να πει ότιδήποτε.
Ο βλάχος πάλι είχε γίνει κάτασπρος σα τη πόρτα.
Του έριξα ένα βλέμμα γεμάτο ειρωνεία και βγήκα στο διάδρομο.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά οι φωνές του αξιωματικού ακούγοταν σε όλο το κτίριο.
-Ζαραβέλαααααααα είσαι πολύ μαλάκαααααααας.
Δεν είχα πιά όρεξη να περπατήσω.
Πήρα ένα ταξί και γύρισα στο σπίτι.
Ανοίγοντας τη πόρτα την άκουσα να λέει:
-Έλα βρε μωρό μου, άργησες, μου έφερες το cosmooooo?
Γκρρρρρρρρρρρρ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|