| Στο μυστικό μου καταφύγιο,
κανείς δεν μπαίνει απ’ τους δικούς μου,
το ’χω παράδεισον επίγειο,
για όταν να φεύγει θέλει ο νους μου.
Η πόρτα του είναι κλειδωμένη,
τα παραθύρια δείχνουν το άπειρο,
το δρόμο που ως εκεί πηγαίνει,
τον ανακάλυψα σε πάπυρο.
Δυο σπιθαμές απ’ άκρη σ’ άκρη,
κι όμως, μια πολιτεία ολάκερη,
μ’ ανθρώπους σ’ όλα της τα μάκρη,
μια γιορτινή και μια παράκαιρη.
Άφατος κόσμος, υπερούσιος,
χωρίς οδύνες, δίχως λύπη,
είσαι φτωχός μα νιώθεις πλούσιος,
φθαρτόν ουδέν, πια, δε σού λείπει.
Φυσώντας μια μπουρού τις μέρες,
με λεν οι πάντες θαλασσόλυκο,
τι κι αν δεν έχω εγώ παντιέρες
ή, στο κορμί μου, αλάτι μπόλικο.
Τις νύχτες κάνω πεζοδρόμιο,
με πόρνες συντροφιά μου, ως ότου
βρω κάτι, με τη λάμψη σου όμοιο,
στου ονείρου μου κάθε στενό του.
Κρύβω ζαρτιέρες και μαστίγιο
κι αγνοώ της γης τα «καθώς πρέπει»,
στο μυστικό μου καταφύγιο,
όπου γνωστός μου δε με βλέπει.
Π.Θ.Τουμάσης
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|