|
Η πρωτοχρονιάτικη γιορτή είχε ήδη τελειώσει για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες και ένα ένα οδηγήθηκαν πάνω στα καροτσάκια τους προς το γνώριμο τους χώρο,τα υπνοδωμάτια τους.
Οι αδελφές, είχανε ήδη στρώσει τα κρεβατάκια τους και είχανε τοποθετήσει πάνω στο κομοδίνο του καθενός τους ,απο ένα μπλοκ ζωγραφικής και μερικά χρωματιστά μολύβια, ώστε όταν θα ξυπνούσαν το πρωί, ν αρχίζανε να ζωγραφίζουνε σε εικόνες τις εντυπώσεις τους από την γιορτή.
Όμως ο ενιάχρονος Γιαννάκης δεν ένοιωθε νύστα και προτίμησε να κατευθύνει το καροτσάκι του προς το παράθυρο που είχε θέα τον μεγάλο κήπο του ιδρύματος.
Στο διπλανό κρεβάτι ο συνομήλικος του Ανδρέας ήδη είχε αρχίσει να ταξιδεύει στον κόσμο των μπερδεμένων και στρεβλών του ονείρων.
Επάνω στο δικό του κομοδίνο δεν υπήρχε μπλόκ για να ζωγραφίσει κι εκείνος,γιατί η μοίρα του στέρησε το νού και η αντίληψη του ήτανε ανύπαρκτη παρά του ότι τα άκρα του λειτουργούσαν κανονικά.
Η λαλιά του θύμιζε γρύλισμα ζώου και τον απόφευγαν όλα τα άλλα ανάπηρα παιδιά,καθώς χασκογελούσε με το παραμικρό χωρίς νόημα και τα πείραζε κάνοντας ακαταλαβίστικες χειρονομίες που τα τρόμαζε.
Του είχανε βγάλει το παρατσούκλι ¨¨κουασιμόδ﨨 λόγω των φρικτών μορφασμών που έκανε
για να φοβίσει μικρούς και μεγάλους στο ίδρυμα και έτσι όλοι απόφευγαν να καθίσουνε κοντά του ακόμα και κατά την διάρκεια του φαγητού
Όμως ο Γιάννης τον ένοιωθε σαν αδελφό του,γιατί ήτανε χειροδύναμος και τον βοηθούσε κάθε πρωί σηκωνοντάς στα χέρια, για να καθίσει στο αναπηρικό του καροτσάκι,χωρίς να χρειάζεται την βοήθεια του μόνιμου προσωπικού.
Ακούμπησε το κεφάλι του στο περβάζι του παραθύρου και αφέθηκε στην ομορφιά του βραδινού τοπίου που το ολόγιομο φεγγάρι το έλουζε από άκρη σε άκρη, τονίζοντας ανάγλυφα τα ψηλά κυπαρίσσια που έμοιαζαν ν αγγίζουνε τα σύγνεφα .
Του είχανε πεί ότι τον βρήκε κάποιος γερο ρακοσυλέκτης μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών δίπλα σ ένα μεγάλο κάδο και ότι τον παράδωσε στην Αστυνομία.
Από εκεί και πέρα μεγάλωσε σε βρεφονηπιακό σταθμό για παιδιά με ειδικές ανάγκες και μετέπειτα τον ανέλαβε το ίδρυμα.
Η μοίρα του είχε στερήσει το βάδισμα,γιατί είχε γεννηθεί με παραμορφωμένα τα κάτω άκρα του ,αιτία και αφορμή για να ριχθεί στον Καιάδα από άσπλαχνους γεννήτορες .
Δεν κατάλαβε για πότε τον πήρε ο ύπνος εκεί μπροστά στο φεγγαρόφωτο παραθύρι.
Το μόνο που ένοιωσε πρίν αφεθεί στα χέρια του Μορφέα ,ήταν ένα ελαφρύ βουητό στ αυτιά που όλο και δυνάμωνε,σαν γλυκό νανούρισμα κάτω απ τα αστέρια.
Ο ήλιος σχεδόν τον τύφλωσε όταν άνοιξε τα μάτια του.Έστρεψε το καρότσι του βιαστικά προς την κατεύθυνση του κρεβατιού του και πλησίασε το κομοδίνο του.
Όπου ναναι θα τους παίρνανε για το πρωινό ,αλλά εκείνος δεν είχε ζωγραφίσει το παραμικρό στο μπλόκ ζωγραφικής του.
Το είδε κλειστό όπως του το είχανε αφήσει πάνω στο κομοδίνο,μόνο που τα χρωματιστά μολύβια δεν ήτανε μέσα στη θήκη τους ,αλλά διάσπαρτα στο πάτωμα.
Αυτό τον παραξένεψε πολύ και περισσότερο όταν είδε άδειο το κρεβάτι του φίλου του Ανδρέα.Το στρώμα του ήτανε διπλωμένο χωρίς σκεπάσματα και μαξιλάρι.
Τον φώναξε με τα όνομα του πολλές φορές,μα απάντηση δεν πήρε.
Ανοιξε τότε το μπλόκ του για να σχεδιάσει κάτι,ώστε να δείξει ότι κάτι έκανε κι εκείνος ,αλλά το είδε γεμάτο χρώματα και εικόνες απ την αρχή ως το τέλος.
Μα ποιός να έκανε τούτες τις ζωγραφιές μονολόγησε γεμάτος απορία ξεφυλλίζοντας το απ την αρχή.¨εγώ φιλαράκο τα έφτιαξα όλα αυτά που βλέπεις¨¨
Γυρισε ταραγμένος το κεφάλι προς τη μεριά που ακούστηκε η φωνή αντικρίζοντας τον φίλο του Ανδρεα να του χαμογελά καλοσυνάτα .
Δεν γρύλιζε πιά σαν ζώο,.. απεναντίας πρόφερε μια μια τις λέξεις σωστά και καθαρά.
¨¨Χθες το βράδυ κάποιος μου μάθαινε στο ονειρό μου να ζωγραφίζω.¨¨είπε ο Αντρέας αφήνωντας τον φίλο του άναυδο.
¨¨Για δές τώρα τούτο τον ρακοσυλλέκτη τι κρατά στην αγκαλιά του ¨¨είπε δείχνοντας του την πρώτη εικόνᨨ.Ενα βρέφος με αδύναμα πόδιᨨψέλλισε ο Γιάννης ταραγμένος.Κατόπιν γύρισε την επόμενη σελίδα που παρουσίαζε τον Αντρέα να τον σηκώνει στα χέρια μπροστά απ το καροτσάκι του.
¨προχώρα φίλε,,έχω φτιάξει κι άλλες ζωγραφιές,δεν τελειώσαμ娨είπε ο φίλος του δείχνοντας του στην επόμενη ζωγραφιά μια γνωστή φιγούρα. Ητανε ο Αη Βασίλης και μεσα από το σάκο του εξείχανε δυό πόδια αλλά και ένα ξυπνητήρι.¨δεν καταλαβαίνω τίποτα στ αλήθεια ψέλλισε το ανάπηρο παιδί και έβαλε τα κλάματα. ¨¨τα πόδια είναι το δώρο του για σένα φίλε μου και το ξυπνητήρι για μένᨨ είπε προτρέποντας τον Γιάννη να σηκωθεί απ το καροτσάκι του.¨¨Μα τί μου λές τρελάθηκες μου φαίνεται φιλαράκο,ξέρεις ότι δεν μπορώ να περπατήσω,αυτό δεν γίνεται! ¨¨Τότε ο Ανδρέας δεν έχασε καθόλου χρόνο και τον σήκωσε με το ζόρι απ το καροτσάκι του,στηρίζωντας τον στ αδύναμα πόδια του. .¨¨κοίταξε να δείς,εγώ ξύπνησα απ τον λήθαργο του μυαλού μου και εσύ νομίζεις πως δεν μπορείς να περπατήσεις κουτορνίθι?..δές μωρέ την τελευταία εικόνα ¨¨. Πραγματικά στην τελευταία ζωγραφιά στεκότανε όρθιος μαζί με τον Αντρέα και ανάμεσα τους ο Αη Βασίλης, ενώ το καροτσάκι ήτανε άδειο σε μια γωνιά σκεπασμένο από αράχνες
.Σηκώθηκε και περπάτησε στο δωμάτιο χωρίς να στηρίζεται πουθενά.¨¨μα πως έγινε αυτό Ανδρέα,πως έγινε Θεέ μου¨¨?είπε ξεσπώντας σε κλάματα. Ο Αντρέας τότε χτυπώντας τον μαλακά στην πλάτη ,του είπ娨μα καλά ρε φίλε,δεν πήρες είδηση τον χοντρό χθές το βράδυ,ουτε άκουσες το τρανταχτό γέλιο του?¨¨
Ο Γιάννης τον κοίταξε σαστισμένα σηκώνοντας αμήχανα τους ώμους του.,χωρίς να μπορεί να καταλάβει το παραμικρό.¨Αντε λοιπόν τι κάθεσαι ¨¨συνέχισε ο άλλος¨¨,δίπλωσε επι τέλους και το δικό σου στρώμα.Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα εδώ μέσα και σερβίρουν πλούσιο πρωινό ,ας βιαστούμε λοιπόν....χοχοχοχοχοχ﨨
Μαράκος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|