| νύχτα και δεν μπορώ να ζήσω, ν’ αναπνεύσω
κλεισμένος μέσα στον χαλκό, στο κεχριμπάρι
ζώντας μονάχα με ευχολόγια και μακάρι
δίχως να υπάρχουνε θεοί πια να πιστέψω
στις αναπνευστικές οδούς, οσμή της σήψης
που του ονείρου το νεκρό αναδίδει σώμα
έτσι ως κείτεται ακτέριστο στο χώμα
άταφο κι άκλαυτο ως το χω εγκαταλείψει
μα εκεί που λέω: «ήρθε η ώρα μου να φύγω
που ζω, δεν έχει για κανέναν σημασία»
έξαφνα οπλίζεται ο νους με φαντασία
και δραπετεύει απ’ το μηδέν, βγαίνει απ’ το λίγο
νεκρανασταίνονται οι πόθοι όλοι της νιότης
κι ως κοινωνούν το ύδωρ της αθανασίας
την άφθαρτη φορούν δορά της εφηβείας
μ’ έπαρση με ποτίζουν και γλυκιά αθωότη
κι αφού από τη φτέρνα μου τραβάω το βέλος
λέω : «να μέμφομαι δεν ωφελεί, τη μοίρα»
και την ζωή στα δυο μου χέρια ξαναπήρα
εκεί που έρποντας πλησίαζα προς το τέλος…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|