Τιδώρ:΄΄Ηρθε ένας μάγος γέροντας με μια άμαξα αστεία
-Κράταγε μές τα χέρια του δυό μαγικά βιβλία
-Το ένα ήταν καθαρό κι τ’άλλο πολυκαιρισμένο
Μάγος: Πιο θέλεις έγνεψε να διηγηθώ παιδί μου απορημένο;
Τιδώρ: Εγώ καθώς τον κοίταζα στα μάτια του βαθιά
-Φλόγες στο νου με τύλιξαν κι άρπαξα φωτιά
-Τον θυσαυρό της γνώσης σου του είπα σιωπηλά
-Μα αυτός με αποπήρε γελόντας φωναχτά
Μάγος: 'Ηταν δυό δρόμοι κι ενα δέντρο εις την μέση
-Κι ενας περιπατητής σε δίλημμα πιο απ τα δύο να διαλέξει
Ποιητής: Τον δεξιό τον δρόμο της πλάνης μου να πάρω;
-Η της καρδιάς μου την αλήθεια να ακολουθώ σαν φάρο;
Δέντρο: Έχει χρόνια να φανεί άνθρωπος σ’αυτά τα μέρη!
Μάγος: Είπε μια βαριά φωνή στην θέα του γοητευμένη...
Ποιητής: Δέντρο μου όμορφο στις εποχές του χρόνου αφηρημένο
-Πόσοι αιώνες πέρασαν που είδες περιπλανεμένο
Δέντρο: Επτά ολάκεροι ποιητή μου μα φανήκανε σαν ώρες
-Όπως οι μούσες που γύρευες και γινήκανε αιώρες
-Αλήθεια τι θέλει ένας ποιητής στο δρόμο της ζωής;
Ποιητής: Οτι το δέντρο αποζητά στις σταγόνες της βροχής…
Δέντρο: Τον δρόμο της καρδιάς να πάρεις σοφέ μου ποιητή
-Εκεί θα λάβεις τον χρησμό στην αιώνια ζωή
-Είναι ανηφορικός και δύσκολος ο δρόμος που τραβάς
-Μα στην κορυφή θα βρείς το νόημα που τόσο αναζητάς
Ποιητής: Σ’αφήνω δέντρο μου στις ρίζες σου καθηλωμένο
-'Οποιος ζήμωσε απο χώμα και νερό έπλασε σώμα στερημένο
Μάγος: Έτσι λοιπόν εχάραξε την κόψη της γνώσης για πορεία
-Ως που τα ίχνη του χαθήκαν και έγινε μυθολογία
-Άλλος λέει πως έπεσε απο την κόψη γιατι δεν άντεξε τόση γνώση
-Κι άλλος πως πέταξε ψήλα κι έγινε αετός με χρυσαφένια τα φτερά
-Κάποιος είπε πως έπεσε απο ψηλά σε βράχια αιχμηρά
-Και πως η σωρός του κύλησε στην θάλασσα και τον φάγανε
-ποσειδώνια πλάσματα τα οποιά έπιασαν ψαράδες και τα πουλήσαν
-Στην αγορά κι όποιος τα έφαγε μίλαγε σαν ουράνιος ποιητής
-Ετσι λοιπόν ο λόγος του ξανά κατέφθασε επί γής
Τιδώρ: Μάγε γέροντα ποιός ηταν αυτός ο ποιητής;
Μάγος: Εσυ είσαι Τίδωρα που θέ το θυσαυρό μου να γευτείς…