| Ανεβήκαμε τη σκάλα μέχρι πάνω, στην ταράτσα
Πλησιάσαμε τ’ αστέρια, κι ας εμπόδισε μια στάλα-
μιας βροχής, κι ένα μυστήριο ημίφως μας κυκλώνει
σαν σημάδι εναρκτήριο, προαίσθημα για άλλα
Κάποια νύχτα δηλητήριο ποτίζεται στη σκέψη
Κι ακυρώνει τη φυγή, στα ονειρά μας τα μεγάλα
Ανεβήκαμε τη σκάλα, μοιάζαμε σαν μαγεμένοι
Σαν παιδιά μες το σκοτάδι, μια παράξενη ευτυχία
Αν ο ύπνος ο βαρύς δεν κοιμίζει πια την πόλη
Κι ας αργεί να ξημερώσει πάντα φαίνεται νωρίς
Στο παράθυρο τις νύχτες πάντα κάποιος περιμένει
Προσμονή με αγωνία, ή μυαλό που δραπετεύει
Ταξιδέψαμε ως το τέλος, αγκαλιά έναν χειμώνα
Κι όταν πια κανείς δε μίλησε κι αφήσαμε τα χέρια
όποιος πρόλαβε δε γύρισε, - μ’ ακόμα περπατάμε
συντροφιά τα καλοκαίρια, κι όταν φτάσουμε θα πάμε
πιο ψηλά , και ας απέχουμε, - κανένας δε διαγράφει
σύνορα στον ουρανό στον καινούργιο μας αιώνα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|