| μες στη σάλα του ύπνου την απόκοσμη
από την σχισμή που αφήσαν οι σεισμοί
μπήκες. Πώς τα βλέφαρα εξαπάτησες;
πώς δελέασες της νύχτας τις σκιές;
κάθισες στο θρόνο τον ψηλότερο
κι ήπιες απ’ το τάσι το χρυσό, νερό
χάιδεψες τους γρύπες μου και μέρωσαν
κι άρχισαν ανέμοι νότιοι να φυσάν
χτύπησες το σκήπτρο σου στο αλάβαστρο
και το σώμα μου ένιωσα να ρέει ρευστό
λύθηκαν οι δέσεις των σπονδύλων μου
χύθηκα χοή στο χώμα ενός βωμού
με τα μάτια αφού ένευσες στα πέλαγα
έσκυψες και μου πες: «δεν υπάρχει αργά
φτάνει να πιστέψεις πως το ανέφικτο
με την δύναμη σου γίνεται εφικτό»
βγαίνει ο ήλιος πλησιάζει η αφύπνιση
στ’ όνειρο έχω αφήσει την μισή ψυχή
απ’ το στόμα σου να πίνει ρήματα
για να παίρνει θάρρος και να πάει μπροστά
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|