Θέλω να σου μιλήσω
για τα μπλεγμένα δάχτυλα των εραστών τα βράδια.
Για τις μεγάλες πανοπλίες των άστρων
την ώρα που ευχόμαστε « Για πάντα» .
Μα προπαντός,
να σου θυμίσω εκείνο το μικρό ναυάγιο
που έκανε το βλέμμα μας να ανταμωθεί.
Ήταν μονάχα μια βαρκούλα.
Μια ξύλινη, μισόπνοη βαρκούλα
στα υψοβάθη της δικής σου περιέργειας.
Δεν ρώτησα γιατί.
Δεν ρώτησες το « πότε».
Είχαμε τόσο μουσκευτεί μες στη στιγμή μας
θαρρείς και κάναμε το γύρο όλου του κόσμου
μέσα σε εκείνη την ελάχιστη, μισόπνοη βαρκούλα.
Δεν ρώτησα γιατί.
Δεν ρώτησες το « πότε».
Είχαμε τόσο μουσκευτεί μες στη στιγμή μας
θαρρείς και κάναμε το γύρο όλου του κόσμου
μέσα σε εκείνη την ελάχιστη, μισόπνοη βαρκούλα.