| Κάποτε είχα ακούσει πως η άρα των αρχαίων ελλήνων ήταν: ‘’Σε καταριέμαι να έχεις δυο σπίτια.’’
Σήμερα αρκετοί έχουν δύο σπίτια. Ένα όπου ζουν κι ένα εξοχικό. Ίσως το θεωρείτε πολυτέλεια η απληστία.
Μακάρι να είχα δύο σπίτια. Το δεύτερο πάντα γίνεται το καταφύγιο όταν λείπει το πρώτο. Αυτό είναι νόμος.
Πολλές φορές θελήσαμε ν’ αποδράσουμε, να πάμε κόντρα στο ρεύμα.
Οι πιο πολλοί δεν τη δεχτήκαμε την άλωση, τι κι αν έγινε φύση μας!
Τι κι αν η καρδιά βάρυνε κι αναστενάζει, ψάχνει αυτό το δεύτερο σπίτι.
Μα ακούς τον ίδιο εύθυμο, ελαφρά μελαγχολικό, σκοπό από νύμφες οργανικές.
‘’ Το ποτάμι δε θα γυρίσει πίσω.’’
(Πόσο καλά μιμήθηκαν τον μελωδικό σκοπό τους οι έφηβοι πρόσκοποι.)
Σαν να λέει:
‘’Διπλή όψη η ζωή. Ένα ήρεμο ποτάμι, ένα άγριο ποτάμι. Διαλέγεις εσύ.’’
Τι ειρωνικό. Όταν δε μπορούσαμε να διαλέξουμε σαν παιδιά τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να διαλέξουμε τώρα. Επειδή είμαστε μεγάλοι;
Φευ!
Μες στην λύπη μου, μες στην ακηδεία μου ήρθε ο Παν, με τον αυλό του, και μου έπαιξε αυτόν τον σκοπό.
‘’ Το ποτάμι δε θα γυρίσει πίσω.’’
Σαν να μου λέει:
‘’ Ο εραστής μου είναι νεκρός. Λυπάμαι πολύ αλλά δε μπορώ ν’ αρνηθώ τη ζωή, έστω κι αν δακρύζω, πάλι θα χαμογελώ. Έστω κι αν χαμογελώ κάποτε πόνεσα.’’
Πόνος και γέλιο μαζί, ένα αρμονικά ερμαφρόδιτο κύμα. Θες, δε θες, το νιώθεις γιατί σκάει πάνω σου.
Να ζητάς πάντα δύο σπίτια. Αν σε θωρούν γενναιόδωρο το πρώτο πάντα θα στο στερούν. Είναι ο φόρος των εν δυνάμει αλτρουιστών.
Ένα ‘’εν δυνάμει’’ που ποτέ σου δε συμφώνησες.
Εσύ που δάμασες τα άγρια χείλη περαστικών ξέρεις.
Εσένα που σου λένε πως η ζωή σου είναι κλεμμένη, εσύ ξέρεις τι θα πει το δεύτερο σπίτι.
Κι εμένα που δεν έχω άλλο σπίτι παρά αυτό το αφηρημένο ουσιαστικό πώς να πορευτώ;
Δες με. Θρηνώ έναν εραστή που δε γνώρισα ποτέ.
Εδώ, πατώ στα βήματα σου, χθες εσύ πατούσες στα δικά μου.
Εδώ, ενώ ο πρωινός ήλιος με ζεσταίνει γιατί είμαι γυμνός.
Γυμνός και λυπημένος τρελός, άναρθρα κραυγάζει, που μόνο του καταφύγιο απόμειναν οι μουντοί δρόμοι.
Ακόμα και το ‘’στρουθίον ἐρρύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων.’’
Είμαι ακόμα κτήνος. Έχω ανάγκη από την οσμή σου. Έχω ανάγκη από το επιπόλαιο χάδι του προσώπου σου. Έχω ανάγκη να γίνεις το καταφύγιο μου.
Στους δρόμους πάντα κουράζεσαι αλλά δε μπορείς να σταματήσεις. Εκεί το μόνο που δύνασαι είναι να ψηλαφίσεις την απόγνωση που φέρνει το ατελεύτητο.
Ελπίζεις παρά φύσιν ενώ το μόνο που ποθείς είναι να επιστρέψεις στη γη να μην πονάς.
Μια φυλακή τούτο το αφηρημένο και εσύ το καταφύγιο μου. Ποιος εσύ;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|