|
Μέσα στους δρόμους
γυρίζουν τα πόδια γυμνά
και δεν βρίσκουν στην άκρη τους
λίγη φροντίδα,
τα σοκάκια της σκέψης μου
μένουν βουβά
τα παιδιά που τα τρέχανε
πάλι δεν είδα.
Ένας σπίνος μικρός
ζαλίζει μια βιόλα
μες το κόκκινο χρώμα της
ζητάει να μπει,
στων χεριών τα σκοτάδια
χαθήκανε όλα
σαν ο χρόνος στενεύει
δίχως να' χει πνοή.
Στον καυτό τον αγέρα
πετάει ένα στάχυ
και σκορπίζονται οι σπόροι
στην κόκκινη γη,
τα στερνά μου τα όνειρα
γίνανε στάχτη
δε γεμίζουν τα μάτια μου
μ' άλλη ψυχή.
Την νύχτα ανασταίνεται
όμως μια φωνή
κι η σελήνη μαζεύει
τα μικρά της αστέρια,
απ' τη θάλασσα βγαίνει
μια νέα ζωή
θα κρεμάσει στους ώμους μου
δύο όμορφα χέρια.
θε' να βρουν μια φροντίδα
τα γυμνά μου τα πόδια
και στο κόκκινο θα' βρει
καταφύγιο ο σπίνος,
το χρυσό μας το στάχυ
θα ξανάβρει τ' αλώνι
κι η σελήνη στα ουράνια
θε να λάμψει σαν κρίνος.
Τα σοκάκια της σκέψης μου
θα γεμίσουν πάλι παιδιά
θα βραχούνε τα χέρια
με ολόφρεσκο νάμα,
στ' όνειρό μου θ' ανθίσει
μια αιώνια ματιά
και στους ώμους θ' αράξεις
δίχως άλλο πια κλάμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|