Γράφω για τους μέτριους ποιητές
μέτριοι ασφαλώς αυτοθεωρούμενοι
και όχι βέβαια ποιητές
Αν τους ρωτούσες θα το αρνιούνταν
σαν κάποιο παλαιό, ανήθικο αμάρτημά τους
χωρίς, συνήθειο καθώς το έχουν,
να σε κοιτάζουνε στα μάτια.
Για τη μετριότητά τους όμως πεπεισμένοι
κι αυτό το δείχνουν όλο άγχος
μήπως και κάποιος τους προσέξει να υπερέχουν.
Στο δρόμο αν τύχει να τους απαντήσεις
δύσκολα μπορείς να τους διακρίνεις
ίσως το βλέμμα τους το χαμηλό
ίσως τα χείλη τους να τους προδώσουν
καθώς θα μουρμουρίζουν κάποιον στίχο
ή ένα χαρτί θα μουτζουρώνουν βιαστικοί
που θα το κρύβουν σαν φωτιά που πάει να σβήσει
Γράφω για τους μέτριους ποιητές
καταδικασμένοι να' ναι ποιητές και μέτριοι συνάμα
χωρίς ελπίδα να μπορέσουν κάποια μέρα
λαμπροί να γίνουν σαν κι εκείνους που θαυμάζουν
Και μόνο αποκούμπι τους, πηγή χαράς
και περιφάνειας ανεξάντλητο πηγάδι
ένας – δυο στίχοι που φαντάζουν να’ ναι ξένοι
θαρρείς γραμμένοι από φτασμένους ποιητές
που κάποια έμπνευση ανεξήγητη, ένα πρωί
σαν μέσα σ’ όνειρο θαμπό τούς είχε χαρίσει
Ήταν ευχή, ήτανε δώρο που ζητούσανε με πάθος
μα είναι και άγκυρα που τους κρατά δεμένους
είναι εμπόδιο που δε θα ξεπεράσουν