| 15.46΄24΄΄ 19/3/2012
Ήλιος χρυσός λαμπρόμορφος, πυριφλεγής κινιόταν,
νωχελικά σαν άρχοντας, του κόσμου αυτοκράτωρ,
στο γαλανό που ξάσπριζε ,η φλόγα που γεννιόταν,
στα πύρινά του σπλάχνα του, ως μοχθηρός αλάστωρ
κι ο Ουρανός π’ αγκάλιαζε, το διάπυρό του σώμα,
στο μπλε και στο γαλάζιο του, το στόλιζε μανδύα
κι η θέρμη που στραφτάλιαζε, στο φωτεινό του χρώμα,
χρυσές σταγόνες έραινε, στη γη με ευφορία
και μέσα στ’ αντιφέγγισμα, λουζότανε η πλάση
και έσμιγε ο κόσμος μας, με δέσμες ηλιαχτίδων
κι ανοίγαν τα παράθυρα, ο Ήλιος να περάσει,
λαμπρός καλοδεχούμενος, στη γη των εσπερίδων
και χρύσιζαν οι άνεμοι και τα παιδιά κυλιόταν,
τριγύρω χαχανίζοντας, κατάχαμα στην σκόνη,
σ’ αλάνες που μαζεύονταν και πάντα κυνηγιόνταν,
παρέα με το όνειρο, π’ ουδέποτε παλιώνει
κι οι κόρες βγαίναν μόνες τους, λικνίζοντας στον Ήλιο,
το άρωμα της ύπαρξης κι οι φούστες τους σειόταν,
ηδονικά σαν βάδιζαν, μεθώντας την υφήλιο,
πανώριες και βελούδινες, σαν χτύποι που παλλόταν
βαθειά μέσα στα στήθια τους και ρόδιζαν τα χείλη
κι οι πιο ώριμοι θηλάζανε, μ’ όλα τα κύτταρά τους,
τον Ήλιο με απόλαυση, στης ζήσης την καμπύλη,
καθώς το φως του άνοιγε κι ετούτων τα φτερά τους
κι οι γέροι στο πλατύσκαλο, τεντώναν το κορμί τους,
ρουφώντας τις ακτίνες του, να φτάσουν στο μεδούλι
κι αυτές, κάθε υπόλοιπο, μαζεύαν ‘π’ την ορμή τους
και νέο νήμα τύλιγαν, στης ζήσης το καρούλι
και χρύσιζε τους πάλλευκους, τους τρούλους στα νησάκια
κι απ’ τα βιτρό μπαινόβγαινε και πάνω στα καντήλια,
έπαιζε με τις φλόγες τους και τότες τα ‘κλησάκια,
μέσα στο φως γινόντουσαν, Ανάστασης ειδύλλια….
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 14 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|