| "Συγχώρα με Θε μου που αμαρτάνω
μα σου οφείλω κι εγώ μια συγχώρεση
για τούτο τον κόσμο που μ'έφερες"
έγραφε στο κούτελο της παράγκας
με κόκκινα μεγάλα γράμματα
ζωγραφισμένα λες με αίμα
στριμωγμένα να χωρέσουν
μα απόλυτα κατανοητά
κάτω απ'τον ήλιο του απομεσήμερου,
κάποιαν ιστορία έκρυβαν τα γράμματα τούτα.
"Κοινωνικόν παντοπωλείον" διαφήμιζε
η ξύλινη ταμπέλα παραδίπλα
όλοι από κάτι παίρνουν
"παρέχονται προ'ι'όντα δωρεάν"
"εκτός τα αυγά και το τυρί "(σε υποσημείωση)
ήταν ο μόχθος των ζωντανών
έπρεπε ν'ανταμοιφθούν με τροφή
δυσεύρετη για όλες τις εποχές του χρόνου
οι τομάτες,τα λάχανα
ήταν ο δικός μου μόχθος,προσωπική θυσία
μόνο που μένα δε μ'εξανάγκασε κανείς να προσφέρω
τα ζωντανά τα ταλαιπωρούσα
στερώντας τους την ελευθερία,
ας τ'αγαπούσα πιότερο κι απ'τον εαυτό μου,
το μεγαλύτερο αγαθό.
Πολλοί άνθρωποι καθημερινά πηγαινοέρχονταν
στο μεγάλο γκρι ποτάμι
με τις λευκές γραμμές καταμεσής
που στις όχθες του βρισκόταν
το σύνορο της παράγκας
μέσα στις ταξιδιάρες βάρκες τους
με τα μεγάλα παράθυρα κινούσαν γοργά,
σπάνια πεζοί.
Τους ευχαρίστώ
για τα φευγαλέα βλέματα απορίας που μου χάριζαν
χάρη σ'αυτούς έπιανε τόπο ο κόπος μου
στους ανθρώπους που σταματούσαν
να τους φιλέψω δίχως περιορισμό
απ'το μεγάλο καζάνι με την ασημένια κάνουλα
γάλα της πρωινής σοδειάς
να τα'ι'στεί το μέλλον,
που και που ξεπέζευε κανάς τουρίστα χαμογελαστός
με την κοντή βερμούδα και το πέδιλο
κλασικές φιγούρες δυτικού πολιτισμού
και πλησίαζε την παράγκα
κι αφού έπαιρναν ότι τους άρεσε
με μέτρο πάντα,έχω να το λέω,
άφηναν κανά ταμπάκο να μ'ευχαριστήσουν
άλλοτε χρήματα μ'επιμονή
οι μόνοι απ'τους οποίους καταδεχόμουν
δεν ξέρω γιατί
ήσαν μεγαλωμένοι αλλιώς.
Δε μπόρεσα ποτέ μου
να ταιριάξω μ'άλλη ψυχή
ζήτηξα συγχώρεση
από τον τάφο των γονιών
χρόνια πριν σαν ξεπέρασα την απώλεια
μα δε φταίου κι εγώ μονάχα
δεν ήμουν και σίγουρος
αν αυτή ήταν απαραίτητα
κι η πορεία του ανθρώπου άλλωστε,το ζητούμενο,
ο όρος ελευθερία
έρχεται σ'αντίθεση μ'όλους τους άλλους
σαν τα ζωντανά που αγαπούσα
κι όμως τά'κλεινα στο μαντρί
πλούτη δε μπορούσα να προσφέρω,δεν ήθελα,
ούτε τα βασικά για το παιδί μου ίσως`
θα υπόφερες μαζί μου
καλύτερα να σε σκέφτουμαι.
Τουλάχιστο ήμουν ρωμαλέος
απ'τη σκληρή δουλειά και τις καλές τροφές
κι αυτό έκανε μιαν κάποια εντύπωση στις περαστικές
που διψούσαν τα μάθουν τα μυστικά του ξένου τόπου.
Η παράγκα είχε πραμάτεια χειμώνα καλοκαίρι
ανάλογα την εποχή και τ'απαραίτητα
το γάλα δεν έλειπε ποτέ απ'το βαρέλι
χαιρόμουν σαν αποβραδίς
τό'βρισκα άδειο
προσευχόμουν μόνο
μην αρρωστήσω βαριά
και τι θα κάνουν τα στόματα που περιμένουν
πληθαίνουν σαν τα βάσανα
περνούσαν και τα χρόνια
τώρα κουραζόμουν
στου ταμπάκου την κάθε ρουφηξιά.
Σας αγαπώ παιδιά μου
όλου του κόσμου τους βλαστούς
τα ζωντανά,τους ανθούς
δεν είμαι πατέρας σας
δε θα μπορούσα κάτι τόσο συλλογικό
αλλά υπάρχω πλά'ι' σας
μέσα σε μια ξύλινη παράγκα
ανατέλλω και δύω
ο σκοπός μου όλος
να σας προσφέρω δίχως ντροπή
έτσι δεν πεθυμάω κι εσείς να ντρέπεστε,
αγαπώ το πεινασμένο χέρι σας
το θωρώ πιο τίμιο κι απ'το βασιλικό
θέλει αγάπη να ξεπεράσεις τη ντροπή
αγάπη για τη ζωή.
Σιμώστε να σας φιλέψω
την κατακόκκινη καρδιά μου..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 3
| | | | | | |
|