| Φανερώνεται ο ήλιος απ' τα σύννεφα περνά.
Πάλι ο πιο παλιός μου φίλος δραπετεύει απ' τα κελιά.
Με τη συνοδία φυλάκων η ορχήστρα περπατά.
Στα πηλήκια επάνω θα την δεις πως θα πατά.
Ούτε εσύ θα με γνωρίσεις, γιατί θα' μαι στη σκιά.
Και το χέρι θα μου δώσεις σαν από ευγένια.
Να κι οι δώδεκα θεοί σου που σε μάθαν να μιλάς.
Σαν μια ρόδα στο γρασίδι ξέρεις πλέον να κυλάς.
Καίει ο ήλιος κι έχω πέσει λίγο να ξεκουραστώ.
Κάνε Θέε μου να περάσει η λαχτάρα που κρατώ.
Δε γυρνάει άλλο ο κόσμος, τα μυρμήγκια έχουν κρυφτεί.
Λίγο πριν να ξημερώσει όλα θα' χουν πια χαθεί.
Μην γελάς αν δεις να κλαίω ξέρεις, θα' μαι πια παιδί.
Κι οι αλάνες που θα παίζω θα' ν ωραίες την Κυριακή.
Μια που το' πες αδερφέ μου, θύμησε μου τον σκοπό.
Που τραγούδαγαν συντρόφοι πριν τον πόλεμο αυτό.
Ψάχνω τρεις ωραίες κόρες, που θυμάμαι απ' το χωρίο.
Η μια ειν' η Σαλονίκη, η άλλη το Σαράγεβο.
Κι ειν' η τρίτη απο όλες, η πιο όμορφη θαρρώ.
Ιερουσαλήμ τη λένε, δεν την είδα από καιρό.
Αν τις ξέρεις μια κουβέντα, πες για μένα τον φτωχό.
Έχει χρόνια που τις ψάχνω, έχω κουραστεί να ζω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|