| Τρύπωσα δειλά στου ύπνου σου τ’ ανάκτορα
Σιγά πατώντας πα στα δάκτυλα
Κίονες ψηλοί ορθώνονται σαν χάρτινοι
Κι η σιωπή, τριγύρω μου αλαβάστρινη….
Γρύπες που κοσμούν την αίθουσα του θρόνου σου
Φυλούν , να μην περνάει ο χρόνος σου
Μέσα μου ξυπνούν τα πάθη τα’ αλευτέρωτα
Κι η ευχή να πέθαινα από έρωτα
σε κορμί που ούτε τον πόνο αισθάνεται
ψυχή π’ αρνείται να παραδοθεί
μια στιγμή ψηλά πετά δίχως να πιάνεται
και μια στη γη να θέλει να κρυφτεί
βάθος κυανό μες στου λουτρού σου το άβατο
κι εγώ παπύρου φύλλο αμάραντο
θρέφομαι θαρρείς με το νερό της θύμησης
μια γελώ , μια κλαίω από συγκίνηση
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|