| Μια φορά κι έναν καιρό
σ' ένα χωριό, σ' άγνωστη χώρα.
Χειμώνας ήρθε, βαρύς
και η σοδειά τους ήταν κακή.
Ο κόσμος πείναγε πολύ κι η γη δειψούσε
μα στην σπηλιά του ο δράκοντας κρυφογελούσε.
"οι άνθρωποι", είπε, "πόσο αδύναμοι έχουν γίνει,
θα τους φιλέψω με ψωμί και θα τους φάω".
Έτσι που λέτε έγινε, τους βρήκε ο δράκος
στον καφενέ τη μοίρα τους σαν έκλαιγαν.
Τους είπε "αδέρφια μου εγώ θα σας βοηθήσω,
όμως στον κάφενε σας πρέπει να διαβώ".
Οι άνθρωποι χάρηκαν και έσπασαν την πόρτα,
κι αμέσως στο θεριό ανοίξαν για να μπει.
Και το θεριό με μιας τα χέρια ανοίγει
και σ' όλους έδωσε να φάν' απ' το ψωμί.
Σαν φάγαν' όλοι και χορτάσαν, ξάπλωσαν λίγο
κι ο δράκος είπε "μη φοβάστε, θα σας φρουρώ".
Όμως σαν όλοι κοιμηθήκαν το θηρίο
άρχισε να τους τρώει όλους με μια χαψιά.
Στο τέλος όλοι χάθηκαν και το θηρίο
παλάτι έφτιαξε μέσα στον καφενέ.
Είχε υπηρέτες να του φέρνουν για να τρώει
και δούλους έφερε απ' τη γύρω περιοχή.
Η ιστορία τέλειωσε κι εσείς αδέρφια
ποτέ μην μπείτε μες του δράκου την αυλή.
Το χωριουδάκι κάποτε έγιν' η χώρα
που το θηρίο έβαλε μες τη βουλή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|