| [align=center][B][I]
.........ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ
Εκείνη την ημέρα ο Βασίλι σηκώθηκε ανάλαφρος λες και κάτι είχε γίνει το βράδυ, λες και μια αόρατη επικοινωνία -ένα όνειρο- τον βοήθησε να φτάσει κοντά στην γραμμή -στην αφετηρία- για την αιώνια περιπλάνηση.
Ψηλό ήταν το βουνό, που έβοσκε τις σκέψεις του με μορφή κατσικιών.
Πηδούσαν από βράχο σε ψήλωμα, γεύονταν τις κορφές από τα λυγερά πευκάκια ή με ένα πήδημα κόβανε ένα κομμάτι σκληρό πουρνάρι, αφήνοντας την άκρη του να κρέμεται στο στόμα σαν τους αλήτες του λιμανιού, που τρέχουν στα πεζοδρόμια αρπάζοντας χαρτονομίσματα από πολυδουλεμένους κόρφους κοριτσιών.
Μαύρο με δυο τρεις άσπρες μουντζούρες πάνω του, λες και ο Κύριος σκούπισε πάνω του τα χέρια όταν ζωγράφισε την αγνότητα.
Ξέφυγε.
Πηδούσε από τον ένα βράχο στον άλλο το μικρό του κατσικάκι και χάθηκε στην ρεματιά.
Το κυνήγησε μπας και του χαθεί. Το βρήκε να ροκανίζει γεύσεις σε ένα λιβάδι. Πήγε να το πιάσει και του ‘φυγε πάλι μπαίνοντας σε μια τρύπα στο βράχο.
Μπήκε κι αυτός.
Απερίγραπτο!
Μέσα στην τρύπα υπήρχε ένα ακόμη λιβάδι.
Ένας μικρός καταρράκτης έπεφτε από τον βράχο, στέμμα από πάνω το ουράνιο τόξο, κοιτούσε όλα τα πλάσματα από κάτω, τις παπαρούνες που ήταν κόκκινο χαλί μπροστά του τα κυκλάμινα και τα ζουμπούλια, τις μαργαρίτες που ανέβαιναν μέχρι ψηλά στον βράχο, την οικογένεια λαγών που έπαιζε λίγα μέτρα πιο πέρα και το ζαρκαδάκι που σήκωσε λοξά το κεφάλι και τον κοίταζε.
Βέλαξε το μικρό του κατσικάκι
Λες και του έλεγε για “για μένα ήρθες”.
Το αγκάλιασε και το μάλωσε τρυφερά. Αυτό ξέφυγε κι έτρεξε μέσα στο λιβάδι σχεδόν σκεπάστηκε από το παχύ χορτάρι. Έτρεξε και αυτός μαζί παίζανε και κυλιόντουσαν στο χορτάρι κι έπαιζε μαζί τους όλο το λιβάδι ακόμη και τα πούλια γύρω βάλθηκαν να κάνουν διαγωνισμό για το πιο θα τραγουδήσει ομορφότερα.Σκοτάδι, όταν χαιρέτισαν τους φίλους τους και πήραν τον δρόμο του γυρισμού
Αλλά τι φρίκη!
Ούτε κοπάδι, ούτε το μικρό του γαϊδουράκι ήταν εκεί.
Μόνο ένας ξεδοντιάρης γέρος κάθονταν σε μικρή φωτιά και μασούλαγε το λιγοστό ψωμί που είχε για βραδινό
Τον έπιασε απ τον γιακά και τον ταρακούνησε.
Του φώναζε για τα κατσικάκια του, για το ψωμί του, μέχρι που ξεθύμανε.
“Φαντάσου να μην έβρισκες την πιτσιλιά, το κατσίκι ντε, και να μην είχες μέσα σου αυτό που έζησες”
Πίσω από τα δέντρα του ποταμού βγαίνανε δειλά- δειλά οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Χάρηκε.
Έβγαλε τα λιγοστά ρούχα του και βούτηξε στο ποτάμι .Του άρεσε να κολυμπά το πρωί στα γάργαρα νερά
΄Έβγαινε, όταν τους είδε
.Ένα σμάρι κόλακες με φανταχτερά ρούχα, γύρω από έναν χοντρό άνθρωπο με ένα παιδί δίπλα του πάνω σε κάτασπρα άλογα και είχαν σηκώσει τις βαλλίστρες και σημάδευαν τον Ίσκιο που στεκόταν δυο τρία μέτρα μακριά του και τον κοίταγε.
Δεν σκέφτηκε ότι θα έβγαζε τον πατέρα του αληθινό. Σαν βέλος έτρεξε, με σηκωμένα χέρια, φωνάζοντας στον Ίσκιο να φύγει μακριά, να σωθεί.Το πρώτο βέλος τον βρήκε στον ώμο και τον γύρισε, το δεύτερο ίσια στον λαιμό.
Έπεσε και κύλησε λίγα μέτρα ακόμη.
Ο χοντρό –Βασιλιάς κοίταζε μια τον Βασίλι και μια το ελάφι, που με έναν πήδο βρέθηκε μακριά, ενώ ο Υπασπιστής του έβαζε ένα ακόμη βέλος στην βαλλίστρα.
“Σταμάτα”, του φώναξε.
Κατέβηκε με δυσκολία από το άλογο και κοίταξε τον Βασίλι. Κάποιος τον γύρισε ανάσκελα. Ζούσε ακόμη.
Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κάπου στην κορυφή του λόφου ανάμεσα στα δέντρα διέκρινε τον Ίσκιο, κοίταξε τότε το Βασιλιά στα μάτια, χαμογέλασε και ξεψύχησε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|