| [B][align=center]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ
Οι μπάτσοι έσπασαν την ξύλινη πόρτα, δυο άτομα με αλεξίσφαιρα κι αυτόματα μπήκαν μέσα, δυο πυροβολισμοί, μετά άλλοι δυο. Τον βρήκαν.
Φώναξαν τον αστυνόμο.
Ο Στράτος Χύτας μπήκε κατά λάθος στην αστυνομία, σαν χειριστής τηλετύπου. Ξεκίνησε απ’ το στρατό, μετά δεν έβρισκε δουλειά, γινόταν κι ένας διαγωνισμός στην αστυνομία, του την έπεσαν και κάτι συγγενείς με ‘μέσα’, κάτι που του έλεγαν ότι δεν θα γινόταν ποτέ κανονικός μπάτσος, ενέδωσε. Έτσι, πέρασε στην αστυνομία πόλεων. Το πώς κατάντησε τσιράκι είναι άλλη ιστορία.
Προχώρησε στη μικρή κάμαρα.
Ένα χέρι έβγαινε από τον τοίχο, σκάλωνε στα συρματοπλέγματα κι αιμορραγούσε καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί.
“Από δω κυρ –αστυνόμε”
“Kαλά, έρχομαι”
Γύρισε και κοίταξε τον άλλο τοίχο
ΠΑΝΑΓΑΘΕ ΘΕΕ
ΓΑΜΙΕΣΑΙ
Κι από κάτω
“Γεννημένος σε λάθος εποχή στην αντίθετη όχθη του ποταμού μπορεί να κάνει ότι θέλει χωρίς να ξέρει τι θέλει να κάνει”
F C
“Αυτό τα λέει όλα” ψιθύρισε
Μπήκε στο μπάνιο, πλημμυρισμένο με νερό και αίμα. Αντίκρισε το πανιασμένο πρόσωπο. Τι κρίμα! δεν ήταν πάνω από είκοσι-έξι χρόνων. Στο χέρι που κρεμόταν έξω από την μπανιέρα, κράταγε ακόμη το στυλό, στην τουαλέτα ένα σημειωματάριο. Στο πάτωμα πεταμένο ένα κουζινομάχαιρο.
“Πήρε το σημειωματάριο και βγήκε στην γωνιά της ταράτσας” άκουσε τον αντιεισαγγελέα να λέει στους δημοσιογράφους. “Ναι, αντιστάθηκε αποφασισμένος να μην πιαστεί ζωντανός. Βρέθηκε υλικό που τον εμπλέκει”.
Ο Στράτος αναρωτήθηκε. Προκηρύξεις τα γραμμένα στον τοίχο, ανατρεπτικό υλικό οι παλιές εφημερίδες και… ναι, αντιστάθηκε με τον στυλό.
Μια φωτογραφία σε μια κατάληψη, και δυο συλλήψεις σε διαδηλώσεις έφταναν να τον χρίσουν τρομοκράτη, ήταν κι ο ανθυπασπιστής στην απέναντι πολυκατοικία συνταξιούχος, αλλά η τέχνη δεν ξεχνιέται.
“Το καθίκι”, γκρίνιαξε, τον είχε εκπαιδευτή.
Κατέβηκε στο δρόμο, μπήκε στο απέναντι καφενείο, παρήγγειλε ένα κονιάκ έβγαλε το σημειωματάριο κι άρχισε να διαβάζει.
¨¨Κουνάει με δύναμη το δοξάρι πάνω στις χορδές ο Βιολιστής στην απέναντι ταράτσα.
Δυνατά!
Λες και, αν ξαφνικά του φύγει το δοξάρι, θα καρφώσει τον ήλιο εκεί που ήταν, στην ανατολή. Δε θα νύχτωνε ποτέ. Ατελείωτη ημέρα. Δε θα σταματούσε το πρωινό κελάρυσμα του αηδονιού απ’ το διπλανό ρέμα. Δε θ’ άρχιζε το βουητό της πόλης. Η Μαργαρίτα θα έμενε στην στάση επτά ορόφους πιο κάτω, το υφαντήριο δεν θα άνοιγε. Θα έμενε εκείνη η γλυκιά μυρωδιά φρέσκου ψωμιού. Η πρωινή δροσιά θα έμπαινε στα στήθια παγωμένη και θ’ άνοιγε δρόμο στα καπνισμένα πνευμόνια.
Να μπορούσε ένας βιολιστής να έκανε την ανατροπή! Να μπορούσε ένα δοξάρι να έκανε απλά αυτό που με βασανίζει τόσο καιρό;; Να έκανε χειροπιαστό το σύμπαν. Να μπορούσες να σκαρφαλώσεις ανάμεσα σε δυο σύννεφα και να πιάσεις το Απόλυτο καθώς ήταν αραγμένο ανάμεσα στις δυο άρκτους;
Ίσως ήταν απλό τότε, να γυροφέρνεις ανάμεσα στους χρόνους καθώς ακίνητοι έκαναν εμφανείς τις δίπλες τους και σου έδειχναν τα μυστικά τους. Μπορούσε άραγε η ψυχή να περιδιαβαίνει ανάμεσα σε Παρελθόντες και Μέλλοντες τρυγώντας την σοφία της Ολοκλήρωσης;
Μια φωνή έβγαλε το Αστυνόμο Χύτα από την περισυλλογή που είχε πέσει
“Τάξε αστυνόμε τάξε”
“Τι είναι”
“Η γυναίκα σου γέννησε, αγόρι”, το χε ξεχάσει, Σηκώθηκε άρπαξε το σακάκι απ’ την καρέκλα και χωρίς να πει ούτε ένα ‘ευχαριστώ’ βγήκε τρέχοντας.
Στο μαιευτήριο η γυναίκα του ακόμη ναρκωμένη .Ζητάει να δει το παιδί του .
“Δεν μπορείτε ακόμη κύριε” του λέει μια νοσοκόμα και παίρνοντας από τα χέρια του μια χούφτα χαρτονομίσματα τρέχει να το φέρει
Ένα τοσοδούλι πλασματάκι, με το ζόρι μπορούσε να το πιάσει με τα χοντρά του χέρια. “ΔΙΑΔΟΧΕ” σκέφτηκε και το σήκωσε ψηλά και τοτε αυτό τον κοίταξε, τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
Σχεδόν το πέταξε στην αγκαλιά της νοσοκόμας, έψαχνε σαν μανιακός τις τσέπες απ’ το σακάκι του. Στη μέσα τσέπη μια φωτογραφία, τρεις νεαροί με μολότοφ ο ένας κοίταζε το φακό.
“Τα μάτια” Φώναξε έντρομος…
συνεχιζεται.....
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|