| Ήτανε, λέει, τότε μεγάλες οι νύχτες,
Κι όλες γεμάτες μ' αλλιώτικες ώρες,
ʼπειρα φύλλα παράδοξα θρόιζαν,
Δεκάδες τα δέντρα, κινούνταν.
Έρχεται, λέει, κάποτε ο καιρός,
Που αλλάζουνε όλα, μεγέθη και κόσμοι,
Που ψάχνει η μοίρα κοντάρια για μάχη,
Έσο έτοιμος.
Ήτανε, λέει, τότε ο άνθρωπος λίγος
Κι ο θεός του ένας άγνωστος,
Που φιλούσε στο στόμα. Το χώμα.
Ζεστός ο παράδεισος, άγνωστος τόπος.
Έρχεται, λέει, κάποτε ο ήρωας
Κι ανούσια μαθαίνει, κρυφά κι από πόνο,
αδιάλλακτα σβήνεται, μη μείνει μονάχος,
έσο έτοιμος.
Ήτανε, είπαν νιογέννητο σύμπαν,
Κανείς δεν το κάτεχε, μα είχανε νόμους,
Τα βράχια τιθάσευαν, ναοί κορυφές,
Προσεύχεται ο άνθρωπος κι η γη ημερεύει.
Ήρθε, είπαν, κάποτε ο ένοχος,
Στα χέρια τους γλίστρησε η άνομη πράξη,
Ακόμη ξεφεύγει, οι αθώοι κοντά σου ,
Έσο έτοιμος.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|