| Το μυστικό της Ευανθίας (Νουβέλα) Μέρος πρώτο
Την άνοιξη του ’34 η κυρά Πολυξένη με τα δυο της παιδιά, την Ευανθία και τον Νικόλα, μετά από ταλαιπωρίες από δω κι εκεί εγκαταστάθηκαν στο καινούριο τους σπίτι. Στις παρυφές του Αιγάλεω, ενός προαστίου δυτικά της Αθήνας, από καιρό τώρα, το κράτος δημιούργησε μια μεγάλη συνοικία κατασκευάζοντας μικρά συμπαθητικά σπιτάκια και τα παραχώρησε στους πρόσφυγες που ήρθαν από την ανατολή. Κυρίως Σμυρνιοί , Πόντιοι, Αταλιώτες, Κωνσταντινοπολίτες, Καπαδώκες κ.α . Η κυρία Πολυξένη έμεινε από νωρίς χήρα, αλλά εκεί στην Πόλη, περνούσε καλά. Μετά έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και βρέθηκε αναπάντεχα στην Αθήνα. Και τώρα στο Αιγάλεω. Η Ευανθία στα δέκα τέσσερα της χρόνια δεν θα την έλεγες ωραία αλλά ούτε και άσχημη. Είναι ένα αρκετά συμπαθητικό κορίτσι. Μελαχρινή, χαριτωμένη θερμόαιμη και προ πάντων πάνω στα ντουζένια της. Ο Νίκος δώδεκα χρόνων παρακολουθεί μαθήματα ηλεκτρολογίας στη νυχτερινή σχολή Πάλμερ και τη μέρα δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Καλός χαρακτήρας λίγο αψύς και με αρχές. Δυσκολευόταν να παρακολουθεί τα καμώματα της αδερφής του που τραβιόταν με τον ένα και τον άλλο. Έτσι τον καιρό εκείνο η φασαρία καθημερινά σχεδόν δεν έλειπε από το σπίτι. Για να σταματήσει αυτή η γκρίνια η κυρά Πολυξένη έβαλε μπρος το σχέδιο να παντρέψει την Ευανθία. Στη γειτονιά πηγαινοερχόταν ο Θανάσης, το παιδί της κυρά Ελένης και του Σταύρου και την γλυκοκοίταζε. Έτσι δεν άργησε, με τη βοήθεια της Πολυξένης και της Ελένης, να παντρευτούν Θανάσης και Ευανθία και να ζήσουν όλοι μαζί. Όταν πέρασαν τα χρόνια και η Ευανθία έκανε και παιδί, το προσφυγικό δυάρι δεν τους χώραγε. Ο Νίκος ανδρώθηκε πήρε των ομματιών του και ξενιτεύτηκε .Μπήκε σ’ ένα καράβι και πήγε να βρει το θείο του στη Νέα Υόρκη. Την στιγμή που η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του σαράντα, Η Ευανθία ήταν δυο μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Ο Θανάσης επιστρατεύτηκε και στο σπίτι έμειναν οι τρείς γυναίκες. Η γιαγιά Πολυξένη, η Ευανθία και η μικρή της κόρη Ελενίτσα. Ο Θανάσης έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Έτσι ο μικρός Κωστάκης γεννήθηκε ορφανός. Μετά ήρθαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής…
Στην αυλή Της κυρά Πολυξένης ο Κωστάκης με το φίλο του τον Στέφανο παίζουν ξέγνοιαστα κάτω από τη σκιά μιας λεμονιάς. Ο συχωρεμένος ο Θανάσης ήταν νοικοκύρης άνθρωπος και τίποτε δεν έλειπε από το σπίτι. Είχε μαντρώσει την ανοιχτή αυλή του σπιτιού του και είχε φυτέψει δυο λεμονιές μια ροδιά και μια κληματαριά. Είναι καλοκαίρι του πενήντα και τα σχολεία έχουν κλείσει. Τα παιδιά έχουν πάρει δυο χαρτόκουτα από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, που μέσα τους είχαν χύμα τσιγάρα. Τα έδεσαν με σπάγκο και τα σέρνουν φορτωμένα με κοκκινόχωμα. Είναι τα φορτηγά τους . Φορτηγά χωρίς ρόδες. Το χώμα το πλάθουν λάσπη και μετά βάζουν τη λάσπη σε ένα σπιρτόκουτο – ως καλούπι- και κάνουν μικρούς πλίθους. Οι πλίθοι θα στεγνώσουν με τη βοήθεια του ήλιου και μετά από τρεις τέσσερεις μέρες θα αρχίσουν να χτίζουν το σπιτάκι τους. Η Ελενίτσα παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα δυο παιδιά που παίζουν. Την έχει δασκαλέψει η γιαγιά της να προσέχει τα παιδιά και να μη φωνάζουν. Προχθές έκλεισε τα δώδεκα και άρχισε να αισθάνεται παράξενα. Τα παιδιά συνεχίζουν με πολύ θέρμη να κάνουν πλίθους . Ξυπόλυτοι και λασπωμένοι με ένα σώβρακο στον κώλο ξέγνοιαστοι και απορροφημένοι συνεχίζουν το έργο τους. Μέσα, η κυρά Πολυξένη προσπαθεί να στήσει το φαγητό. Καθαρίζει φασολάκια για την αυριανή και τηγανίζει τις γόπες της. Η κυρία Ευανθία κοιμάται. Κάθε φορά που πάει ο Στέφανος η μάνα του Κωστάκη κοιμάται. «κάντε ησυχία» έλεγε η γιαγιά όταν τα παιδιά παρεκτρέπονταν. Ο Στέφανος αναρωτιόταν γιατί πάντοτε η μαμά του Κωστάκη κοιμόταν την ημέρα. Σε ερώτηση του Στέφανου η γιαγιά εξηγούσε: «δουλεύει τη νύχτα ως νοσοκόμα παιδάκι μου και πρέπει να κοιμάται για να έχει κουράγιο τη νύχτα.» Ο Στέφανος δεν ξανά ρώτησε. Αν την είδε μια δυο φορές όσο πήγαινε στου Κώστα. Τη φορά που την είδε η κυρία Ευανθία του φάνηκε ευγενική και γλυκομίλητη. Καλοντυμένη βαμμένη και καλλωπισμένη έφευγε για τη δουλειά της. Όσο καιρό πήγαινε ο Στέφανος στο σπίτι του Κώστα περνούσε καλά. Φαινόταν ευκατάστατη οικογένεια. Τίποτε δεν τους έλειπε. Εκεί γνώρισε την κρέμα με την κανέλα, τα ρυζόγαλο τα διάφορα πρώιμα φρούτα εποχής και κυρίως τα σοκολατάκια (μαργαρίτα) που πολύ τακτικά έφερνε η Ελενίτσα από μέσα. Η Ελενίτσα τρία χρόνια μπροστά από τον Κώστα και πέντε από τον Στέφανο πρόσεχε ιδιαίτερα τον Στέφανο και τον παρέσυρε φορές φορές σε περίεργα παιχνίδια που δεν τα πολύ καταλάβαινε αυτός τότε. Τη μια φορά παίζανε τις κουμπάρες μαζί με τις φίλες της Ελενίτσας. Άλλες φορές ο Στέφανος έκανε τον γιατρό άλλες τον πατέρα. Αγκαλίτσες και χαδάκια και συμπεριφορές που αντέγραφαν από τους μεγάλους. Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Τα παιδιά έβγαλαν το δημοτικό σχολείο και οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Στέφανος έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο Γυμνάσιο ο Κώστας γράφτηκε σε τεχνική σχολή να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Η Ελενίτσα είχε γίνει δεσποινίς Ελένη και πλέον έκανε παρέα με αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|