|
Έγινε ο ίδρος σαν νερό και έφτιασε ποτάμι
στο περιβόλι χύθηκε την ξηρασία να γιάνει
κείνο το χώμα μούσκεψε ποτίστηκε με αίμα
ζευγάδες μπήκαν στο βωβό και το έδωκαν σε μένα
δε τους το χώραγε η καρδιά σε αφέντες να το δώσουν
σημαία που είχαν πάνω του αυτοί να παραδώσουν
προτίμαγαν να σμίξουνε στους πάνω μαχαλάδες
με όσους γεννιούνται λεύτεροι και όχι ωσάν ραγιάδες
πήγανε στον καλόγηρο ανάψανε λαμπάδα
όσο θα καίει να έχει φως ολάκερη η Ελλάδα
πήραν μονάκριβο χαρτί και άσβηστο μελάνι
και σφράγισαν του έθνους μας το άγιο μποστάνι
μονάχα μιαν υπόσχεση ζήτησαν να τηρήσω
μη το πατήσει βάρβαρος ποτέ μη λησμονήσω
Μα ήρθε ένα γλυκοχάραμα και είπα να ξαποστάσω
με πήρε ο ύπνος ο βαθύς με έκανε να ξεχάσω
απάνω στη θολούρα μου πάνω στην παραζάλη
μου πήραν λούσα το μυαλό με έφθειρε η κραιπάλη
και αν τι χωράφι ελεύθερο πως πήρα να το δώσω
ήρθε η ώρα και η στιγμή τον όρκο να προδώσω
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|