Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131905 Τραγούδια, 269722 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 ilbét, atútu en masál, ma sís mí vgálit aqh t
 η μετάφρασημου είναι πεζή κ κάπου όχι απόλυτα ακριβής, αλλα το πρωτότυπο είναι σε ζεύγη ιαμβικών οκτασύλλαβων με ρίμα γι αυτό είναι καταλληλότατο για μελοποίηση.
 
[align=center][B][font=Palatino Linotype][color=navy]απ' το χωριό έξω, κατα μήκος του βραχόβουνου, με όρεξη κ με αγάπη ένας παππούς έβαλε (φύτεψε) δέντρα, καλός καλλιεργημένος τόπος έγινε εκεί. Εκείνος (ο παππούς) πήγαινε πάντα με χαρά ακολουθώντας το μονοπάτι κατα μήκος του βραχοβουνιού, κ πήγαινε κοντά στο πηγαδάκι, στη μηλιά, η οποία απο μακριά εντυπωσίαζε ξεχωρίζοντας απο τα άλλα δέντρα...
...αυτή η μηλιά ήταν θαυματουργή: επάνωτης έφερνε (=παρήγαγε) οπωρικό μόνο ένα μήλο του καλοκαιριού. (Έκείνο το μήλο) νοστιμιά είχε της ζάχαρης, κ άσπρο ήταν σάν τον αφρό, κ σάν τον ήλιο φωτεινό. Κ κρύο ήταν σάν τον πάγο, το δέ μέγεθόςτου, σάν το καρπούζι... Αλλα ο παππούς είχε μιά έγνοια, μέσατου το είχει καημό: το μήλο όποτε ωριμάζει, απο εκείνον πρωτύτερα κάποιος ενεδρεύει να (το) κόψει να (το) πάρει. Αυτός λοιπόν (ο παππούς) σκέφτεται, κ τους γιούςτου μιά φορά φωνάζει (συγκαλεί), κ λέει στον μεγάλο (γιότου): φέτος πήγαινε εσύ ο ίδιος στο περιβόλι. Εσύ έχεις αντοχή. Κ κοίτα, το μήλο προστάτεψε, να μήν το πάρει κανείς προσπάθησε. Κ αμέσως μόλις αυτό ωριμάσει, εσύ κόψε(το) φέρ'το στο χωριόμας.
την άλλη μέρα το βράδυ, ξεκινάει του παππού ο γιός (πηγαίνει) στο περιβόλι, να μάθει το μυστικό, τί γίνεται της μηλιάς ο καρπός... Εκείνος πήγε κ κρύφτηκε κοντά στη μεγάλη πέτρα που ήταν στη μηλιά δίπλα, κ απο εκεί κάτω ("κυνηγά"=) καραδοκεί, τον κλέφτη να πιάσει, βεβαίως, ελπίζει... (ήταν) τέτοια όμορφη ώρα, τα φύλλα μόλις που σαλεύουν, στα αυτιάτου φτάνει, ερχόμενο ίσια απο τη μικρή χαράδρα το καθαρό, ευχάριστο ποταμάκι (δηλαδή φτάνει στ' αυτιάτου ο ήχος του ποταμιού το οποίο), πάνω στις πέτρες (της κοίτης)του κελαρύζει. Απο μέσα (απο το ποτάμι) το φεγγάρι γδύθηκε (πρόβαλε ακάλυπτο), πλέει (στον ουρανό). Θαρρείς κ κοιμήθηκε το περιβόλι: ησυχία κ κοντά κ μακριά... ...περνάει ώρα. Το Αμαξάκι (όνομα αστερισμού) ψηλά σηκώθηκε, κ το ξύλο του ζυγούτου ήδη έστριψε (πράγμα που δείχνει το πόσο προχώρησε η ώρα). Μακριά, κοκκόρια λάλησαν (κ έφτασε η φωνήτους ώς) μέσα στο περιβόλι. Η ώρα ήταν δώδεκα. Με μιάς, σκίστηκε η γή, απο μέσα πήδηξε βγαίνει με πέντε κεφάλια ένας δράκοντας. "Το μήλο, αυτό είναι που παίρνει" (=Αυτός, ο δράκοντας, είναι που παίρνει το μήλο!), έτσι σκέφτηκε του παππού (=γέρου) ο γιός, κ για να μή μπορέσει αυτός (ο δράκοντας) να τον δεί, εκείνος (ο γιός) γρήγορα έφυγε. Ο δράκοντας, καλά, βεβαίως, τη δουλειάτου ξέρει: κάτω απο τη μηλιά πήγε ίσια, το μήλο ρούφηξε αμέσως. Κ η γή πάλι σκίστηκε με μιάς κ εξαφανίστηκε (ο δράκοντας) γρήγορα, όπως κ είχε βγεί.
Δέν κοιμάται ο παππούς. Το παιδίτου περιμένει να γυρίσει με το μήλο στο σπίτιτου. Κ (εντέλει) εμφανίσθηκε ο γιόςτου, άπρακτος· στον πατέρατου άρχισε έτσι να λέει: "το μήλο, ξέρεις ποιός το παίρνει; ο πεντακέφαλος δράκοντας!". Αυτός (λοιπόν) είπε έτσι κ εκείνη την ώρα θαρρείς και κόπηκε κομμάτια, έπεσε κάτω (σάν) άψυχος. Ο δέ πατέραςτου φωνάζει: "δέν έχεις ντροπή! σε θεωρούσα οτι είσαι παλληκαράς! Δέν κατάφερες να πάρεις το μήλο μπροστά απο τον δράκοντα κ σε μένα στο χωριό να το φέρεις! Για τίποτε δέν σε μετρώ! Θα στείλω, όταν είναι ο κατάλληλος καιρός ("εν καιρω τω δέοντι"), στο περιβόλι τον γιόμου τον μεσαίο, να φέρει απο την μηλιάμου τον καρπό!

πήγε ο μεσαίος (γιός) στο περιβόλι όταν ήρθε ο καιρός, βραδινή ήτανε περίσταση (ώρα). Δέν κοιμάται ο πατέραςτου, περιμένει να φέρει το μήλο ο γιόςτου. Αλλα τον δράκοντα εκείνος σάν είδε, εκείνη τη στιγμή παρατάει το περιβόλι, "με τα μάτια σκοτεινά" (χωρίς να κοιτάζει τίποτε, χωρίς να νοιαστεί για τίποτε), κι αυτός έφυγε. Ο δέ δράκοντας, καλά, βεβαίως, την δουλειάτου ξέρει: απο κάτω απ' τη μηλιά πήγε στα ίσια, το μήλο ρούφηξε (καταβρόχθισε) χωρίς καμιά προσπάθεια...

οργίσθηκε ο πατέρας, δέν λέγεται! "να φύγετε!" (επιφώνημα οργής: "φύγετε απο μπροστάμου! να μή σας βλέπω"). "ξεκίνα, πήγαινε εσύ στην κοιλάδα, το μήλο φύλαξε (με υπομονή σάν) γαϊδούρι", στον μικρότου γιό λέει, Με υπομονή εκείνος σηκώθηκε,πήρε το σπαθίτου, κ με το φώς (όταν ξημέρωσε) ξεκίνησε απο το σπίτι... ...Με όρεξη κ με χαρά ο μικρός (γιός) γρήγορα έφτασε στην καλλιεργημένη κοιλάδα. Απο το πηγάδι σκύβει πίνει νερό, κ μπαίνει (ανεβαίνει κ παίρνει θέση) πάνω στο δέντρο, πάνω στη μηλιά η οποία απο μακριά εντυπωσιακά ξεχώριζε απο τα άλλα δέντρα. ...Εκείνος (ο μικρός γιός) κάθεται περιμένει. Περνάει ώρα. Πρέπει να ήτανε αργά - βγαίνει το φεγγάρι (ανεβαίνει) κάμποσο ψηλά (στον ουρανό), ησύχασε όλη (η πλάση) γύρω. Κοιτάζει κ χαίρεται: σάν τον αφρό το μήλο κρεμόταν γυαλιστερό... εκείνη την ώρα ωρίμασε. Μακριά, κοκκόρια λάλησαν μές την κοιλάδα. Ήταν (η ώρα) δώδεκα. Μεμιάς, σκίστηκε απο μέσα η γή, άλλη μιά φορά βγαίνει κ πάλι εκείνος ο δράκοντας, καλά, καλά την δουλειάτου ξέρει: απο κάτω απο τη μηλιά πήγε στα ίσια, κ πάλι το μήλο για να καταπιεί.
εκείνη την ώρα πίσω απο τη διχάλα (των κλαδιών) βαράει κ αστράφτει μιά πάνω στο κεφάλι με το σπαθί ο Ιβάν με μιάς, κόβει ένα κεφάλι. Αλλα εκ νέου, στη θέσητου (του κομμένου κεφαλιού) φύτρωσε πάλι κεφάλι, κ επιτίθεται εκείνος (ο δράκοντας) πάλι κ πάλι. Χτυπήθηκαν (ο Ιβάν με τον δράκοντα) κάμποση ώρα. Τα τρία κεφάλια στο δέντρο απο κάτω έπεσαν. Αλλα δέν κάνει πίσω κ πάλι ο δράκοντας. (Υστερότερα) απο τα πέντε απέμεινε ένα (μόνο) κεφάλι, αλλα επιτίθεται (ο δράκοντας) πάλι κ πάλι. Τότε τη δύναμήτου (όλη) μάζεψε (συγκέντρωσε) ο Ιβάν, κ τον δράκοντα απο το λαιμό πιάνει, κ του αστράφτει πάλι (ένα χτύπημα) με το σπαθί. Εκείνος (ο δράκοντας) έπεσε κάτω, παρέδωσε την ψυχήτου (ξεψύχησε). Ο Ιβάν-μας χαίρεται απερίγραπτα! Κόβει βάζει το μήλο μές το σακκί. Κατεβαίνει κάτω απο το δέντρο. Απο το πηγάδι σκύβει πίνει νερό. Τις γλώσσες παίρνει του δράκοντα, οι οποίες ήτανε πέντε. Μεσημεριάτικα, απο το αίμα σκούπισε το σπαθίτου κ με ευκολία (άνεση) ξεκίνησε για το σπίτι...
"τί μπορεί ο γιόςμας να έπαθε; γιατί ώς τώρα ακόμη δέν είναι (εδώ); βλέπεις, είναι κιόλας μεσημέρι. Ή μήπως ο άγριος δράκοντας τον κατάπιε;", το μετανιώνει στην κοιλάδα που έστειλε τον Ιβάν απο το σπίτι, τώρα, ο πατέρας. Εκείνη την ώρα, σάν να μήν πιστεύει στα ίδιατου τα μάτια, με μιάς χάρηκε (αναθάρρησε): καταμήκος του χωραφιού (βαδίζοντας) στο χωριό έρχεται ο γιόςτου ο Ιβάν. Με πολύ κόπο πέφτει στα γόνατα. "Τί φέρνει;" σκέφτεται ο πατέραςτου κ βγαίνει να τον προϋπαντήσει. Ο Ιβάν απο το σακκί αδειάζει τις γλώσσες. Με χαρά ο πατέραςτου τον αγκαλιάζει. Κατενώπιον τον κοιτάζει, δέν τον γνωρίζει (που λέει ο λόγος): τα ρούχατου έχουν σκιστεί κουρέλια, δαγκωματιές παντού (στο σώματου) αμέτρητες... Αλλα δέν σταναχωρέθηκε το παιδίτου: πιάνοντας απο το λουρί βγάζει μεγαλόπρεπα το σπαθίτου. (Έπειτα) απο τον κόρφοτου το μήλο βγάζει, κ το βάζει στου πατέρατου την αγκαλιά. Εκείνο ήταν άσπρο σάν τον αφρό, κ σάν τον ήλιο λαμπερό, κ κρύο ήτανε σάν τον πάγο, το δέ πάχοςτου (μέγεθόςτου) σάν το καρπούζι!

σ'αυτό το σημείο, ο πατέραςτου χαίρεται, που δέν λέγεται! Κ κοντάτου μαζεύει τα τρίατου παιδιά, κ (τους) λέει ευθέως: "έρχεται καιρός (που) εγώ θα πεθάνω. Στον Ιβάν, για το κατόρθωμάτου, χαρίζω τη μισήμου την κυριότητα (περιουσία)!"... ...τα μεγαλύτερα αδέρφιατου κάηκαν (κρυφά πόνεσαν μέσατους, είπαν νοερά) "συντέλεια του κόσμου!", χολή (οργή) κράτησαν μέσατους για τον Ιβάν...

...πολύ δέν πέρασε καιρός, πόλεμος άρχισε, άγρια βία! εκείνοι πήγαν οι τρείςτους, "Θεός να φυλάει!", με τους εχθρούς χτυπηθήκανε (πολέμησαν) καλά, κ επέστρεφαν στο χωριό ένα πρωί, ώρα ήτανε καλοκαιρινή, πυρώνει ο ήλιος, ήθελαν νερό, κ βρίσκουνε κοντά σε ένα δέντρο ένα βαθύ πηγάδι, αλλα δέν έχει κουβά (δοχείο να αντλήσουνε). Για τα μεγάλα αδέρφιατου νιάστηκε στοργικά, να το διανοηθείς (πόσο τους νοιάζεται ο Ιβάν) είναι αδύνατον! αλλα εκείνοι δέν χαίρονταν με αυτό, ούτε ο μεγάλος, ούτε ο μεσαίος, οτι ο Ιβάν έμεινε (ζωντανός), (οτι) είναι ζωντανός: εκείνοι φθονούνε: ο πατέρας άν πεθάνει, η κυριότητα (επι της περιουσίας) θα είναι του Ιβάν... Τα μεγαλύτερατου αδέρφια γυρίζουν εκεί, εδώ... Ο Ιβάν στα αδέρφιατου λέει: έγνοια μήν έχετε, αφήστετο να πάει (=μή στενοχωριέστε πώς θα πάρουμε νερό), εγώ θα μπώ στο πηγάδι το βαθύ... Κ έτσι με (του πηγαδιού) την τροχαλία μές το πηγάδι κατέβασαν τον Ιβάν.
Κοιτάζει ο Ιβάν: κακό σιχαμένο! εκείνο το πηγάδι δέν είχε νερό. (Στον πάτο του πηγαδιού βρέθηκε σε έναν άλλο τόπο, σάν άλλο κόσμο). Μακριά, μακριά, ένας ζουρνάς (οξύφωνο πνευστό) λαλεί. Ένα φωτάκι βλέπει απο μέσα απο το τζάμι (ενός μακρινού σπιτιού)... Εκείνος (ο Ιβάν) γρήγορα λύθηκε απο το σκοινί του πηγαδιού, κ έφτασε κάποια στιγμή κοντά στο σπιτάκι (απο όπου φαινόταν φώς) κ σκύβει κοιτάζει: ένα παιδάκι, μιά γιαγιά κάθεται κ το κουνάει (στην κούνια). Ο Ιβάν την πόρτα χτύπησε διστακτικά, η γιαγιά το άκουσε, ρωτά: "τί χρειάζεσαι, πέςτο, παιδίμου, άν μπορέσω να σε βοηθήσω". - "τα μεγαλύτεραμου αδέρφια κάηκαν για νερό, κ με στείλανε, ξέρετε, να πάρω γι' αυτούς νερό, (και) δέν μπορώ (δέν βρίσκω νερό). Νερό λιγάκι φέρε να καταπιώ, κ σ' εκείνους να πάω (=να τους φέρω νερό), άν υπάρχει τρόπος. -Ένας δράκος έχει πιάσει τα νερά, κ ήδη κάμποσο καιρό κάνουμε σάν τρελλοί και εμείς απο έλλειψη νερού, του απάντησε η γιαγιά. Ο δράκος (αυτός) θέλει κάποιος απο εμάς να του φέρνει κάθε δέκα μέρες ένα νεαρό άτομο για τροφή (να τρώει ο δράκοντας), κ τότε μόνο δίνει νερό, τέτοιο νόμο μας έχει επιβάλει. Σήμερα περιμένει (ο δράκοντας) του γείτονάμου την όμορφη κόρη να την φάει.
Ο Ιβάν εξεπλάγη πάρα πολύ, κ στην πηγή (που δέσμευε ο δράκος) πήγε στα ίσια, κοιτάζει, με μαύρα ρούχα ντυμένη περπατά μιά όμορφη κοπέλα λυπημένη. Λέει στον Ιβάν αυτή: παραμέρισε, μπορεί κ εσένα μαζί να φάει ο δράκος άν έρθει τώρα! - Αλλα δέν φοβάμαι καθόλου! θα τον σκοτώσω εγώ τον δράκο. Εσύ μόνο καμιά σταγόνα (νερό) φέρεμου, κ άς κοιμηθώ λιγάκι. Άν φανεί ο δράκος, εσύ βάλε μιά φωνή κι εγώ αμέσως σηκώνομαι, λέει ο Ιβάν, κ αποκοιμήθηκε. Μόλις (που αποκοιμήθηκε), εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο δράκος με τα δέκα κεφάλια. Τη δουλειάτου την ξέρει:
πάει ίσια επιτίθεται στο κορίτσι, απο τον φόβο έχασε την μιλιάτης κ δέν έχει φωνή να τον ξυπνήσει, ο δράκος θα την καταπιεί. Τα δάκρυάτης έσταξαν καυτά πάνω στου Βάνια (Ιβάν, Γιάννη) το μέτωπο, εκείνος ξυπνά κ το σπαθίτου με μιάς ορμά παίρνει κ βγαίνει μπροστά (κατα μέτωπο) στον δράκο. Χωρίς να νοιαστεί, χωρίς να δώσει σημασία, ο δράκος λέει στον Ιβάν: "εκείνος είσαι εσύ, του χωρικού ο γιός, ένας απο τα τρία παιδιάτου, απο όλατους ο μικρότερος, που αφάνισε το δικόμου το παλληκάρι όταν πήγε εκείνο το μήλο να πάρει. Το οποίο μήλο, ξέρεις, καταλαβαίνεις, μεγάλη δύναμη έδινε σ' εμάς! Εγώ αμέσως θα σε καταπιώ! - Μήν περηφανεύεσαι άσκοπα! εσύ αμέσως θα το δείς ο ίδιος, είπε ο Ιβάν, καί τον γιόσου τότε σκότωσα στην κοιλάδα, καί εσένα, κοίτα, δές, θα σε σκοτώσω, για να μή μπορείς τον ξένο ιδρώτα να καταπίνεις! Κ στο εξής εσύ να μήν έχεις τον τρόπο να κόβεις απο τους ανθρώπους τα νερά!
έτσι ο Βάνιας (Ιβάν, Γιάννης) είπε κ κοιτάζει, ένα κεφάλι κόβει, το ρίχνει κάτω. Αλλα ο δράκος πάλι επιτίθεται, στη θέσητου (του κομμένου κεφαλιού) πάλι κεφάλι φυτρώνει. Ο Ιβάν τον κάνει πίσω (κάνει τον δράκοντα να υποχωρήσει) πάλι κ πάλι, ώσπου του δράκοντα το τελευταίο κόβει κεφάλι. Δέκα ώρες μόνοςτου με τον δράκοντα χτυπήθηκε (πολέμησε) τότε. Άν και είχε λαιμό χοντρό (ο δράκος), έπεσε κάτω, παρέδωσε ψυχή (ξεψύχησε). Εκείνη την ώρα έτρεξαν (ελεύθερα) τα νερά, όλοι οι άνθρωποι χάρηκαν απερίγραπτα! Εκείνο το άτυχο το κορίτσι, όμορφο σάν χελιδονάκι, με μιάς στον Ιβάν πέφτει (στην αγκαλιάτου) κ τον ευγνωμονεί (του δίνει ευχές εκφράζοντας την ευγνωμοσύνητης).
...εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, τα μεγαλύτερα αδέρφιατου περίμεναν νερό. Γρήγορα λοιπόν αυτός το ασκίτου γεμίζει καθαρό, κρύο σάν το χιόνι, νερό κ φωνάζει: "κάντε κουράγιο! το νερό τραβήξτε (επάνω), δροσιστείτε! κ βγάλτε κ εμένα!" - "πολύ καλά!" ακούστηκε μιά φωνή τρελή (απο χαρά). Εκείνοι τράβηξαν πήραν το νερό. Πολύ δέν πέρασε ώρα, (και) εκείνοι πάλι έρριξαν της τροχαλίας το σκοινί μές το πηγάδι, για τον Ιβάν. Κάνει να δέσει εκείνος την κοπέλα, να βγεί εκείνη. Αλλα η κοπέλα απορρίπτει το σκοινί, λέει στον Ιβάν: Νά (να σου εξηγήσω) γιατί πονάει η καρδιάμου τόσο: άν με δούν τα μεγάλα αδέρφιασου, για μένα θα χτυπηθούν (μεταξύτους κ εναντίονσου), δέν θα βγάλουν εσένα, δέν θα το αντέξω. Θα χαθείς έτσι άδικα. Γι' αυτό λοιπόν πρέπει εσύ (πρώτα) να βγείς κ ύστερα εμένα να τραβήξεις (επάνω)... -Όχι, όχι, για εμένα θα είναι μεγάλη λύπη να αφήσω εσένα να χαθείς! Χαρά στην καρδιάμου τότε μόνο θα έχω, άν εσύ έχεις σωθεί!
Λέει η κοπέλα: έτσι άν είναι, τότε άκουσεμε κ πάλι: άν σε φθονήσουν αυτοί, κ δέν σε βγάλουν απο εδώ, που είναι πολύ πιθανό, τότε θα πάς, πρόσεξε τί σου λέω, σε εκείνο το μαντρί -κ δείχνει με το δάχτυλότης στον Ιβάν- εκεί αρνάκια δύο υπάρχουν, θα τα δείς μέσα καθώς μπαίνεις (στο μαντρί), είναι το ένα άσπρο, κοίτα, Ιβάν, ενώ το άλλο μαύρο σάν πίσσα. Το άσπρο άν το αγγίξεις, στον κόσμο τον εκει επάνω θα βρεθείς. Το μαύρο, μόλις κοντάτου φτάσεις, δέν θα προλάβεις να το καταλάβεις κ στον κόσμο τον εκει κάτω θα βρεθείς, απο όπου κανένας δέν επιστρέφει.
γι' αυτό, επειδή σε αγαπώ, ακόμη κάτι θα σου πώ: φουντούκια τρία έχω, αγαπημένε της καρδιάςμου, βαθειά βάλ'τα μές τα ρούχασου, όταν έρθει η ώρα θα βρεθείς σε ανάγκη (σε δύσκολη θέση), τότε (σε κάθε δύσκολη περίσταση) ένα, ένα (φουντούκι) βγάζεις κ σπάζεις. Και άν θέλει (έτσι η μοίρα), άς περάσουν κ δεκάδες χρόνια, εσύ τίποτε πέρα απο αυτό μή σκεφθείς: (σε αυτό καμία αμφιβολία μήν έχεις): θα περιμένω εσένα να γυρίσεις! Απο κανέναν άλλο δέν έχω κ ούτε θα έχω ανάγκη: γυναίκασου, μόνο δικήσου, θα γίνω. - Να ζείς (=να είσαι καλά, σε ευγνωμονώ) ομορφούλαμου, έτσι θα γίνει (=όπως μου είπες θα κάνω). Σου λέω άλλη μιά φορά: η καρδιάμου χαίρεται, φτερουγίζει, που θα με περιμένεις αληθινά (πιστά)! Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Ιβάν πρίν δέσει την κοπέλα ο ίδιος, κ "τραβήξτε!" φώναξε, "κάντε κουράγιο"! "γρήγορα λοιπόν, γρήγορα, άιντε"! Τα μεγαλύτερα αδέρφιατου έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν με το σκοινί δεμένη μιά κοπέλα τόσο όμορφη. "Πώ, πώ! απίστευτο!". Εκείνη την ώρα σκέφτηκαν τον Ιβάν να τον τραβήξουν (κατα πάνω) ώς τα μισά κ χωρίς οίκτο τότε το σκοινί να κόψουνε, να πέσει κ να τσακιστεί μιά και καλά... ...Εναντίοντου είχανε φθόνο, (γι' αυτό) έτσι σκέφθηκαν κ ήταν έτοιμοι να το πράξουν, γιατί υποσχέθηκε ο πατέραςτου τότε την κυριότητα τη μισή να του δώσει επειδή σκότωσε τον δράκοντα στην κοιλάδα, το μήλο για να μήν παίρνει...
...απο το σκοινί εκείνοι έλυσαν το κορίτσι, η όμορφη (αυτή) κοπέλα χάρηκε, κ στα μεγάλα αδέρφια (του Ιβάν) λέει με αγωνία, δράκοντας να μήν έρθει κ καταπιεί τον αδερφότους τον Ιβάν, να του δώσουνε γρήγορα το σκοινί της τροχαλίας (για να τον ανεβάσουν επάνω βγάζονταςτον απο το πηγάδι). ...Αλλα τον τράβηξαν μέχρι τα μισά (το μισό βάθος του πηγαδιού), σπαθί, στη συνέχεια ο μεγάλος (ο μεγαλύτερος απο τα αδέρφια) παίρνει μόνοςτου κ κόβει το σκοινί. Φαρμακωμένη ώρα! Έπεσε ο Ιβάν χωρίς να το πάρει είδηση!

...και έτσι εκείνοι καγχάζοντας το αδέρφιτους άφησαν στο χαμό. Παράγγειλαν δέ στο κορίτσι να μή βγεί απο το στόματης κουβέντα, όταν θα γυρίσουνε στο σπίτι, να μήν πεί τίποτε για το τί αληθινά συνέβη. Στο σπίτι όταν γύριααν, ο πατέρας κλαίει, κ στα παιδιάτου λέει κ ξαναλέει: γιά πείτεμου, πείτεμου, χρυσάμου (παιδιά), πού είναι, τί έγινε ο Ιβάν-μου; τότε ο μεγάλος (γιός) λέει: έπεσε, έπεσε... μές το πηγάδι, ο Ιβάν πνίγηκε... μας ήρθε μεγάλο δυστύχημα, πολύ ψάξαμε, κ βέβαια, μές το πηγάδι, αλλα δέν βρήκαμε (τίποτε απο αυτόν), λές κ πήγε ίσα κάτω στη γή ("λές κ η γή τον κατάπιε").

...μές το πηγάδι, μές τα βάθη, δέν ήταν η τύχητου (ωστόσο) να σκοτωθεί... Τα μεγαλύτερα αδέρφια (πάντως) χαίρονταν, γι' αυτούς ήταν ευτυχία. Εκείνο που του είπε το κορίτσι, ήρθε στο νούτου (του Ιβάν), κ πήγε στο μαντρί (που προαναφέραμε). Απέναντίτου το άσπρο (αρνάκι) πήδηξε κ βγήκε απο το μαντρί κ έφυγε πρίν να το πάρει είδηση... το δέ μαύρο (αρνάκι) γυροφέρνει κ έρχεται δίπλατου, κ ήρθε κ ήρθε ακόμη πιό κοντάτου, τον άγγιξε, με μιάς εκείνη την ώρα στη γή μέσα κατεβαίνει (ο Ιβάν).

...κατάκοπος ήταν, πώς να το πείς, κ για τρία μερόνυχτα (συνέχεια) κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε το παλληκάρι, ώσπου καλά να αναπαυθεί. Όταν ξύπνησε, πάλι ξεκινάει, να βρεί δρομάκι πασχίζει, (δρομάκι) που να πηγαίνει επάνω, στο βουναλάκι, (καθώς έψαχνε) διέκρινε πάλι ένα σπιτάκι (όπου) άν κ ήταν αργά (η ώρα), μέσα είχαν ακόμα φώς. Ο Ιβάν χτυπάει την πόρτα διστακτικά, απο μέσα ένας άνθρωπος ρωτά: "τί χρειάζεσαι, πέςμου, παιδίμου, άν μπορέσω θα σε βοηθήσω". Κ ο Ιβάν του λέει με άνεση: "δέν μου δείχνεις το δρόμο που πάει στον επάνω κόσμο;", Ο παππούς (=ο γέρος) αρχίζει σκέφτεται κ λέει έτσι στον Ιβάν: άν δέχεσαι να βοσκήσεις το κοπάδιμου, να το φροντίσεις, δέν θα ξεχάσω τον κόποσου, κ τον δρόμο θα σου τον δείξω βεβαίως...
καλό του φάνηκε του Ιβάν με αυτούς τους όρους, κ την άλλη μέρα κιόλας πιάνει του παππού το κοπάδι να βοσκήσει. Κ (σάν το είδε), δέν ντράπηκε να ρωτήσει: "τα ζώασου είναι κακόμοιρα, μόνο κόκκαλα κ δέρμα, γιατί έτσι;" - "μήπως κι εγώ δέν το ξέρω;" αρχίζει να λέει ο παππούς, κ τον πιάνουν κλάματα· απο την άλλη μεριά αυτού του βραχόβουνου (που όποιος πάει εκεί παθαίνει συμφορά), ατελείωτη υπάρχει πεδιάδα, νερό, χορτάρια κ βοσκότοπος για τα ζώα υπάρχει όσο θέλεις. Αλλα δέν υπάρχει τρόπος να αγγίξεις εκείνον τον τόπο: όποιος πάει εκεί κ κρυφά βόσκει, ούτε ο ίδιος επιστρέφει, ούτε τα ζώατου. Ένα γουρούνι βγαίνει άγριο κ χοντρό, κ τον ίδιο κ τα ζώατου τρώει! Να μήν τα πάς (τα ζώα) εκεί, Ιβάν, στα σίγουρα το κοπάδιμου θα αφανίσεις!
Ο Ιβάν κοιτάζει, χαμογελά: σκέφτεται "αυτά δέν είναι καλά πράγματα!", κ λέει στο παππού (γέρο): μή φοβάσαι, απέναντιμου άν βγεί, οπωσδήποτε της ερημιάς το άγριο γουρούνι θα καταπιεί τα δόντιατου! για να μή μπορεί ξανά να καταπιεί όποιον πάει εκει κάτω να βοσκήσει... Θαύμασε ο παππούς (εξεπλάγη ο γέρος με το θάρρος του Ιβάν). Ο Βάνιας (Ιβάν) πήγε εκεί στην ασάλαγη έκταση (τον ανοιχτό τόπο όπου παραδόξως κανείς δέν σαλαγούσε ζώα), όπου ήταν αμέτρητο βοσκοτόπι, νερό, χορτάρια, πλατιά στέππα, για να βοσκήσει το κοπάδι του γέρου. Ούτε μία ώρα δέν πέρασε, κοιτάζει, απο το όρος βγαίνει, λές κ ήτανε σπόρος που βλάστησε, έτσι βγαίνει τότε εκείνο το γουρούνι κ την ίδια ώρα (αμέσως) στον Ιβάν ίσια επιτίθεται, να τον καταπιεί θέλει. Έφτασε ήδη κοντάτου, τότε ο Ιβάν με πολύ κόπο χτυπάει κ του αστράφτει με το σπαθί, εκείνο (το αγριογούρουνο) μούγκρισε άγρια, έδωσε ψυχή (ξεψύχησε)... εκείνη την ώρα οι άνθρωποι χάρηκαν όλοι, απο τα βραχώδη βουνά απο κάτω, μέσα στην πεδιάδα. Μέσα στο απέραντο βοσκοτόπι, κοντά στο νερό, στην πλατιά στέππα, τα ζώα(τους) αμόλησαν να βοσκιούνται, δέν λέει κανείς κουβέντα! (δέν έχει κανείς τίποτε να παραπονεθεί ή να σχολϊάσει).
εδώ (σ' αυτό το σημείο της διήγησης, τώρα) ο παππούς (γέρος) μεγάλη έχει χαρά, τα ζώατου πάχυναν, απερίγραπτα! Εκείνος (ο γέρος) τον Ιβάν ευλογεί (με ευχές εκφράζει την ευγνωμοσύνητου) κ καλοσύνη να (του) κάνει προσπαθεί: "σάν εσένα είναι λίγοι. Για την μεγάλησου την ικανότητα, για την ακριβήσου την παλληκαριά, για την μεγάλησου την καλοσύνη, θα σε παντρέψω με την κόρημου, το ακριβόμου το χελιδονάκι!". Ο Ιβάν θερμά τον ευχαριστεί - αλλα κ στα ίσια εξηγεί στον παππού: "γέροντάμου ακριβέ, αρραβωνιασμένος είμαι (δηλαδή δέν μπορώ να πάρω την κόρησου). (Πέρα απο αυτό) στον κόσμο τον εκει πάνω, όπου υπάρχει φώς, εσύ μου υποσχέθηκες ο ίδιος να μου δείξεις το δρόμο που πηγαίνει στον κόσμο τον εκει πάνω, εκείνος (ο επάνω κόσμος, με) περιμένει...
- μόνο ο αετός μπορεί να ανέβει σε τέτοιο ύψος. Αλλα αυτός ζεί ψηλά στις βραχοκορφές. Μόνο εκείνος, ο άφοβος αετός μπορεί να σε βγάλει στον κόσμο τον εκει πάνω, του απαντά (ο γέρος). Τώρα σύρε (πήγαινε) στο καλό, ίσια στις βραχοκορφές, στον αετό. Κι άν χρειαστείς κάτι μή διστάσεις, σε μένα έλα κ θα βρείς ζεστασιά...
Ο Ιβάν βάδισε λίγο ή πολύ (=στερεότυπο των παραμυθιών που σημαίνει: έκανε κάμποσο δρόμο, πήγε μακριά, δέν ξέρω να περιγράψω πόσο μακριά πήγε). Κ βρέθηκε στη βραχοκορφή ψηλά, εκεί που ζούσε ο αετός, κ τον παρακάλεσε: στον κόσμο τον εκει πάνω να τον βγάλει. Κ "όπως πάντα, σήμερα πάλι" (παροιμιώδης έκφραση που σημαίνει: όπως γινόταν κάθε φορά, το ίδιο έγινε κ τώρα. Δηλαδή όλοι όσους πλησίαζε, είχαν κάποιο φοβερό πρόβλημα, που ο Ιβάν θα έπρεπε να τους το λύσει προκειμένου να τον βοηθήσουν). Αυτός (ο Ιβάν) άκουσε (απο τον αετό) τέτοιες κουβέντες: "κατάλαβα τί μου λές. Άν έχεις πραγματική γενναιότητα κ έτσι μου κάνεις μιά καλοσύνη, εκει πάνω θα σε βγάλω αμέσως...". Ο Ιβάν τον κοιτάζει με έκπληξη, κ ο αετός συνεχίζει: "υπάρχει ένα πουλί, που το λένε, το λένε τσερελί! Ορμάει, τα μικρά πουλάκιαμας αρπάζει κ τρώει. Άν το σκοτώσεις, τότε, ήρωα, χαρά θα έχουμε δίχως όριο! (Τότε) εκει πάνω θα σε βγάλουμε, παλληκάρι!
-Πολύ καλά, τότε είπε ο Ιβάν, γι' αυτόν δέν ήταν μεγάλη υπόθεση. Κ καθώς ήρθε το τσερελί να αρπάξει απο τα αετόπουλα κανένα πουλάκι, εκείνος τράβηξε με όλητου τη δύναμη ένα βέλος κ (το) χτύπησε μές το μάτι. Εκείνο (το τσερελί) έπεσε κάτω τελείως άκαμπτο ("τέζα"), δέν μπόρεσε άλλο πιά να σηκωθεί... Ο αετός τότε χάρηκε απερίγραπτα, κ στον Ιβάν-μας λέει με χαρά: "σαράντα ασκιά φέρε νερό, φυσικά αυτό δέν είναι κ εύκολο, κ ισάριθμα πρόβατα επίσης θα φέρεις, κ τότε, στο λέω να το ξέρεις: σαράντα θα σου δώσω αετούς, οι οποίοι θα είναι σάν δικοίσου (εντελώς στη διάθεσήσου), θα κάθεσαι επάνω σε κάποιον απο αυτούς (τους αετούς), κ θα σε βγάλουνε εκεί στον επάνω κόσμο...
...εκεί που το κοπάδι έβοσκε πρωτύτερα ο Ιβάν, εκεί πήγε γρήγορα κ τώρα. Κ ο παππούς του έδωσε όλα εκείνα που του είπε (ζήτησε) ο αετός, κ τρέχοντας επιστρέφει (αετό), κ περιμένει να ακούσει τί θα πεί τώρα ο αετός: -"μπορείς να κάθεσαι πάνω σε όποιον θέλεις (απο τους 40 αετούς), κ όταν ο εκείνος (ο αετός που επιβαίνεις) φωνάζει "κρά, κρά" και "νά", τότε θα του δίνεις νερό να πίνει, για να μήν κουραστεί κ πέσει... Ενώ όποτε φωνάξει "κριέ, κριέ, κριέ", τότε θα του δίνεις κρέας, εντάξει; Λοιπόν, άν είναι να πάτε, σύρτε (πηγαίνετε) στο καλό.
Κ έτσι, ο Βάνιας (Ιβάν, Γιάννης) υψώθηκε με τον αετό (στον οποίο επέβαινε, ενώ άλλοι 39 συνόδευαν. Μπορούμε να αντιληφθούμε οτι κάθε μέρα επέβαινε άλλον αετό ωστε όλοι να σηκώσουν το βάροςτου κ κανένας να μήν κουραστεί περισσότερο απο τους άλλους. Θα πρέπει ο κάθε αετός να κουβαλούσε ένα πρόβατο κ ένα ασκί νερό, απο τα οποία έδινε για να τρώει κ να πίνει ο αερός τον οποίο επέβαινε ο Ιβάν). Σαράντα μέρες κ νύχτες με αυτόν τον τρόπο ο Ιβάν ταξίδευε χαρούμενος. Ο αετός (τον οποίο επέβαινε) όταν φώναζε "κρά, κρά, νά", νερό του έδινε αμέσως. Κ κάθε φορά που φώναζε "κριέ, κριέ, κριέ", τότε λοιπόν του έδινε κρέας... (Έτσι ταξίδευε 40 μερόνυχτα, ώσπου) σε λίγο επρόκειτο να χτυπήσει (να φανεί) φώς, ναί, ο επάνω κόσμος θα εμφανιζόταν. Αλλα εκείνη την ώρα ο αετός συνέχεια φωνάζει κ φωνάζει "κριέ, κριέ", ενώ δέν έχει μείνει πιά κρέας για να φάει κανένα κομμάτι... Κ για να μήν πέσει κάτω ο αετός, (ο Ιβάν) το ίδιοτου το πόδι κόβει κ δίνει στο πουλί.
Μυαλωμένος ήταν ο αετός, το (κομμένο του Ιβάν) ποδάρι δέν το άγγιξε (π.χ. με τα νύχια ή με τα φτεράτου), αλλα το κρατούσε στο στόματου σφιχτά να μήν πέσει, κ έτσι πετούσε (τρώγοντας συνάμα το κομμένο πόδι του Ιβάν). Κι έτσι, στον αέρα πήγε εκείνο το ποδάρι. ("Στον αέρα πήγε", παροιμιώδης έκφραση που σημαίνει χάθηκε χωρίς να φέρει κάποιο αντάλλαγμα κ χωρίς πιθανότητα να αποκτηθεί πάλι. Εδώ η παροιμιώδης φράση έχει συνάμα κυριολεξία: χάθηκε στον αέρα, για να μπορεί να πετά ο αετός στον αέρα). Μένει με ένα (πόδι) το παλληκάρι... Κ όταν τον έβγαλαν στον κόσμο τον εκει πάνω, αμέσως τον Ιβάν τον άφησαν κάτω (οι αετοί), αλλα δέν μπορεί εκείνος να περπατήσει... Τότε γρήγορα γρήγορα ο αετός (που είχε φάει το ποδάρι) το έβγαλε απο το στόματου το ποδάρι (κατα τρόπο θαυματουργικό) καθαρό και ακέραιο, κ τότε, με της Υγείας το Νερό, πήρε ο μεγάλος μεγάλος αετός (ο πιό μεγάλος απο τους 40 εκείνους αετούς προφανώς) κ αμέσως το έκανε ολόγερο (αποκαθιστώνταςτο στο σώμα του Ιβάν)... Ο Ιβάν-μας (απο τον πόνο κ τη λύπη που προφανώς είχε, τότε) απέκτησε χαρά που δέν υπάρχει τρόπος να την περιγράψεις! ...(και) οι αετοι πετούν, πετούν ψηλά (αποχαιρετώντας τον Ιβάν, ενώ) ο Ιβάν-μας στέκεται όρθιος κ γελά (απο ευτυχία)...
...μιά μυρωδιά λεπτή βγάζει η γή, πάνω απο το κεφάλιτου (είναι) καθαρός ουρανός... κ ο ήλιος όμορφα κοιτάζει κ τον Ιβάν ακολουθεί (με αγάπη). Ο αέρας απαλά χαϊδεύει, την καρδιάτου χαρούμενα θωπεύει... για πολλές νύχτες κ βραδιές αυτός (ο Ιβάν) βάδιζε για το σπίτιτου χαρούμενος. Κ αφού πήγε, πήγε, δέν ξέρω να σας πώ πόσο (στο πρωτότυπο: "πορεύτηκε λίγο ή πολύ", το στερεότυπο των παραμυθιών), έφτασε στη δικήτου τη συνοικία.... ...απο το σπίτιτου όχι μακριά ζούσε ένας ράφτης, κ (ο Ιβάν) βρήκε την ευκαιρία: πήγε κοντάτου κ έγινε υπηρέτης, να βοηθάει (τον ράφτη) στου σπιτιού τις δουλειές...
...εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, στο σπίτι βογγούσαν θρηνώντας τον Ιβάν. Μαύρα, μαύρα ρούχα φορούσε ο σπιτονοικοκύρης (=ο πατέραςτου), εκείνος κουβαλούσε (=είχε) μεγάλο (ψυχικό) τραύμα που ο γιόςτου ο Ιβάν πνίγηκε μακριά... μές το πηγάδι το βαθύ, το σιχαμερό, όταν μπήκε για να πάρει νερό...
...τα μεγαλύτερα αδέρφιατου δέν έχουν καθόλου στενοχώρια που ο Ιβάν έπεσε στον χαμό. Κ απο τότε ο μεσαίος (γιός) γυναίκατου θέλει να κάνει εκείνην την κοπέλα που έδωσε λόγο στον Ιβάν μές το πηγάδι, εκείνη την ανήλεη ώρα... κ κάθε μέρα (ο μεσαίος γιός) την πιέζει, να γίνει γυναίκατου εκείνος θέλει. Εκείνη δέν είχε μάτια να τον δεί, με αγνότητα περίμενε εκείνη το αγόρι το δικόμας, τον Ιβάν τον καημένο, ο οποίος την έσωσε απο τον χαμό. Αλλα ο μεσαίος (γιός) μόνο ένα ξέρει: θέλει εκείνην (για σύζυγο) να πάρει.
τότε λοιπόν, με δάκρυα ανακατεμένα τα λόγιατης, η όμορφη κοπέλα είπε: θα δεχθώ, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν ένα φουστάνι μου βρείς κ μου φέρεις, τέτοιο φουστάνι, στο οποίο επάνω απο ψηλά κ απο μακριά να πλέουν άστρα φωτεινά (και) πάνω στον καθαρό ουρανό να χαίρεται ο ήλιος ολόλαμπρος.
τότε ο Μεσαίος (γιός) λές κ έβγαλε φτερά ο τρελλός, στον ράφτη ίσια πηγαίνει καλπάζοντας με το άλογο, εκεί όπου ο Βάνιας (Ιβάν) εργάζεται ώς υπηρέτης, πήγε λοιπόν κ του λέει στα ίσια, τον παρακαλεί πολύ: ένα φουστάνι με στολίδια θαυμαστό να ράψει για την όμορφη κοπέλα"του" για νυφικό. Κ τρείς μέρες του δίνει προθεσμία (να το ράψει), ει δε μή εκείνος (ο μεσαίος γιός) με κοφτερό (μαχαίρι) θα του έπαιρνε το λαιμό πάνω απο τους ώμους μέσα σ' ένα λεπτό.
ο ράφτης τώρα, πίσω - μπρός τρέχει (απο το άγχοςτου), ύφασμα τέτοιο δέν είδε ποτέτου, δέν έχει... του ήρθε σάν συντέλεια του κόσμου! σ' αυτό το σημείο ήσυχα του είπε ο Ιβάν: "πολύ να μή στενοχωριέσαι, θα σε γλυτώσω απο τον χαμό. Ύφασμα εγώ θα σου βρώ θαυμαστό, κ εγκαίρως θα το ράψω κιόλας". Ο Ιβάν, το δικόμας το παλληκάρι, σάν βράδιασε έβγαλε ένα φουντούκι απο εκείνα που του είχε δώσει τότε η κοπέλα, κ χτυπάει σπάζει ένα με το σφυράκι: την ίδια ώρα ένα όμορφο φουστάνι στα μάτιατου εμφανίστηκε, στον Ιβάν. (ακριβώς όπως η μέλλουσα νύφη είχε παραγγείλει): "απο τα ψηλά κ απο τα μακριά, τα άστρα πλέουν φωτεινά, πάνω στον καθαρό ουρανό πλέει, χαίρεται ήλιος ολόλαμπρος...". Ο ράφτης τώρα χαρά μεγάλη έχει, πίσω - μπρός τρέχει κ τρέχει (απο τον ενθουσιασμότου). Τον Ιβάν ευγνωμονεί (δίνονταςτου ευχές), κ να τον φιλήσει θέλει.
Λίγος καιρός πέρασε κ μέσα (στο ραφτάδικο) μπήκε ο Μεσαίος (γιός). -Ορίστε, πάρε, του είπε ο ράφτης. Ο "γαμπρός" εξεπλάγη κ ρωτά: "τέτοιο όμορφο φουστάνι, σε ποιόν τόπο το βρήκες;". Κ χαρούμενος ο Μεσαίος στην όμορφη κοπελιά έτρεξε ο κακομοίρης. Ο όμορφη κοπέλα φόρεσε το φουστάνι κ πάλι του λέει χωρίς να εντυπωσιασθεί: "θα συμφωνήσω, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν μου ετοιμάσεις κ ένα άλλο φουστάνι όπως θα σου περιγράψω, βάλ'το καλά στο μυαλόσου: το ύφασμα να είναι σαγιό - σαγιό*, να είναι καθαρό σάν τον αφρό, επάνω ο ήλιος να λάμπει, κάτω η γή να πρασινίζει, κ λουλούδια λογιών λογιών η γή να έχει, λουλούδια όλη τη γή να σκεπάζουν..."
*(σαγιάς= είδος πολύτιμου υφάσματος. υπάρχει κοντά στην Πάτρα χωριό Σαγιάδες ή κάπως έτσι, επίσης η λέξη διατηρείται σε κάμποσα επώνυμα όπως Σαγιάς)
εδώ (σ' αυτό το σημείο της ιστορίας) εξεπλάγη ο Μεσαίος, (ωστόσο) φτερά έβγαλε, ο άμυαλος, στον ράφτη ίσια πηγαίνει καλπάζοντας, εκεί όπου ο Βάνιας (Ιβάν) εργάζεται ώς υπηρέτης, κ λέει ψυχρά (ο Μεσαίος στον ράφτη) να ράψει πάλι ένα τέτοιο φουστάνι (όπως η κοπέλα το περιέγραψε), κ τρείς μέρες του δίνει προθεσμία, ει δε μή με κοφτερό (σπαθί) θα του έπαιρνε το λαιμό πάνω απο τους ώμους μέσα σ' ένα λεπτό... Πάλι του ήρθε σκληρή "ώρα της κρίσεως" (του ράφτη). Τότε ήρεμα λέει με σοφία ο Ιβάν: "πολύ να μή στενοχωριέσαι, θα σε γλυτώσω απο τον χαμό..."
σάν βράδιασε, ο Βάνιας, το παλληκάρι, σπάζει κ το άλλο το φουντούκι. Την ίδια ώρα ένα όμορφο φουστάνι απο μέσα (απο το φουντούκι) βγαίνει πρίν να καταλάβεις πώς έγινε... Πέρασε λίγος καιρός, μπαίνει μέσα (στο ραφτάδικο) πάλι ο Μεσαίος, όρμησε πήρε το φουστάνι, στην όμορφη κοπέλα βρέθηκε απο το πρωί. Εκείνη το νυφιάτικο φόρεμα έχει στο χέριτης, κ πάλι του λέει: να το ξέρεις, θα συμφωνήσω, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν μου φέρεις ακόμη ένα φουστάνι όπως θα σου περιγράψω, άκουσε κ να το ξέρεις: "απο ψηλά κ απο μακριά να πλέουν τα άστρα φωτεινά, επάνω ο ήλιος να λάμπει, κάτω η γή να πρασινίζει, λουλούδια κ τριαντάφυλλα λογιών λογιών την γή όλη να σκεπάζουνε, αλλα κ κάτι ακόμη: όλος ο κόσμος, όλοι οι άνθρωποι χαρούμενοι να είναι πιασμένοι χέρι χέρι κ να χορεύουνε με κέφι..."
...εδώ (σ’αυτό το σημείο) ο Μεσαίος, φτερά έβγαλε, ο τρελλός, στον ράφτη ίσια καλπάζοντας πηγαίνει, εκεί όπου ο Ιβάν εργάζεται ώς υπηρέτης, και του λέει (ο Μεσαίος, στον ράφτη) ψυχρά, χωρίς κανένα συναισθηματισμό, να ράψει πάλι ένα φουστάνι καθώς περιγράφηκε... και πάλι απο την μεγάλη δυστυχία και απο το μεγάλο άγχος το αφεντικότου (τον ράφτη) ο Ιβάν γλυτώνει... αυτός το τελευταίο φουντούκι σπάζει· εκείνη την ώρα ένα όμορφο φουστάνι απο μέσα (απο το φουντούκι) βγαίνει πρίν προλάβεις να καταλάβεις πώς έγινε. Πάλι ήρθε το πήρε ο άμυαλος (ο πιό άμυαλος) απο τα αδέρφια, απο τους τρείςτους, ο Μεσαίος. Και χαίρεται, χαίρεται με το φουστάνι, στην όμορφη βρέθηκε πρωί πρωί... (και της το παρουσίασε).
Η Όμορφη σκέφθηκε: «δέν υπάρχει περίπτωση ο Ιβάν-μου να είναι απο εδώ μακριά! Αφού ο Μεσαίος μέσα σε ένα λεπτό στον ράφτη «μάτια σκοτεινά» (=χωρίς καμιά άλλη σκέψη) πήγαινε γρήγορα (κάθε φορά) για το φουστάνι (και το αποκτούσε), να κάνει τέτοιο πράγμα θα μπορούσε μόνο ο Ιβάν. Φουντούκια (μαγικά) του άφησα ωστε όταν έρθει η ώρα να τα σπάσει... ...κ η ώρα ήρθε, δέν μπορεί να είναι διαφορετικά» (έτσι σκεπτόμενη) η Όμορφη χαίρεται κρυφά.
...σ’αυτό όλο το χρονικό διάστημα η Όμορφη περίμενε τον Ιβάν, σύμφωνα με τον λόγο που του έδωσε, μέσα στο πηγάδι εκείνο το βαθύ... Ενώ ο πατέρας, η μάνα λυπημένοι περπατούν σάν παγωμένοι. Και την μέρα εκείνη, την δύσκολη εκείνη ώρα, κλείνουν έναν χρόνο απο τότε που χάσανε τον Ιβάν... (Για τον γάμο δέ που επρόκειτο να γίνει της Όμορφης με τον Μεσαίο γιό) μαζεύτηκαν άνθρωποι απο όλες τις μεριές, απο όλους τους δέκα κεντρικούς δρομους. Πολλά λόγια κελαηδιστά ακούγονται, και ήσυχα ήσυχα οι άνθρωποι (σιγο)τραγουδούν...
...για την μεγάλη, μεγάλητου την καλοσύνη, για την ακριβήτου την παλληκαριά, ο ράφτης ένα κοστούμι ράβει για τον Ιβάν, (τόσο ωραίο και εντυπωσιακό, που) εκείνος σάν το φόρεσε, ήτανε μεγάλη υπόθεση (μεγάλο γεγονός, ήταν μεγαλείο να τον βλέπεις)... Και την ίδια ώρα βρέθηκε μές την αυλή του σπιτιούτου – αμέσως όρμησε, γάβγισε (επιθετικά) το σκυλίτου, αλλα έπειτα άρχισε να κλαψουρίζει σάν κουταβάκι... ναί, είναι γεγονός, το σκυλί γνώρισε τον Ιβάν!... Είναι λοιπόν αλήθεια, είναι αλήθεια: ο Ιβάν βαδίζει μέσα στην δικήτου την αυλή! (όπου για να τελέσουν γάμο του Μεσαίου με την Όμορφη είχαν έρθει εκτός απο τον πολύ κόσμο και παπάς και τραγουδιστές και μουσικοί). Ο παπάς εξεπλάγη πάρα πολύ, βάλθηκε να τραγουδά. Οι δέ τραγουδιστές και μουσικοί κατάπληκτοι, κοιτάζουνε σάν παγωμένοι! Ο δέ κόσμος, κάνουνε μετάνοιες (γονατίζοντας και αγγίζοντας με το χέρι την γή), και ο καθέναςτους θέλει να φιλήσει το πνιγμένο (καθώς νόμιζαν) το παλληκάρι, που αυτήν τη μέρα κλείνουνε έναν χρόνο απο τότε που τον χάσανε.
...απο την αμέτρητη χαρά, τέτοια χαρά που δέν μπορεί να έχει όριο, εδώ (σ’ αυτό το σημείο) η μάνα, ο πατέρας του παλληκαριού κοκκάλωσαν μέρα μεσημέρι. Ακόμη προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν οτι είδαν πάλι τον Ιβάν. Καί οι δύο έτρεξαν (πήγαν) μπροστάτου, και τον φιλούν στο μέτωπο και στο πηγούνιτου. Και οι πνιχτές φωνές (των γονιώντου, απο εκπληξη και χαρά) φτάνουν μακριά, δέν μπορεί κανείς να το περιγράψει... Η Όμορφη χαίρεται και κοιτάζει (=με χαρά κοιτάζει), και τον Ιβάν τρέχει αγγαλιάζει.
... «να το ξέρετε όλοισας καλά», άρχισε να λέει η Όμορφη, «Θεός να φυλάει! Του Ιβάν τα μεγαλύτερα αδέρφια, ο Μεσαίος, και ο Μεγάλος, ακόμα πιό παλαβός, τον Βάνια (Ιβάν) έστειλαν για νερό μές το πηγάδι που ήταν βαθύ και σιχαμερό, και ωστόσο ο Βάνιας βρήκε τρόπο, μ’όλο που ήταν αφάνταστα δύσκολο! στους αδερφούςτου να δώσει να πιούν νερό καθαρό, κρύο, δροσερό...
...τα έβαλε (τα γεγονότα) στη σειρά, τα είπε όπως πραγματικά έγιναν –μέχρι και το σκυλί άρχισε γάβγιζε (απο τη συγκίνηση)- το πώς ο μεγάλος αδερφόςτου με το σπαθί χτύπησε έκοψε το σκοινί βίαια, το πώς ο Ιβάν έπεσε μές το πηγάδι χωρίς να το πάρει είδηση... άχ, εσύ, Ιβάν, Ιβανάκο-μου (στο πρωτότυπο: «Βανιόκ», διπλό υποκοριστικό: απο Ιβάν Βάνια και απο Βάνια Βανιόκ), πού να το φανταζόμουν τότε οτι εμένα θα έσωζες και εσύ μές το πηγάδι με τέτοιον τρόπο θα χανόσουν;! Τί είναι αυτό που κάνανε, κακομοίρηδες;! Εγώ φώναζα σάν παλαβή, αλλα αυτοί μου έδειξαν γροθιά (απειλώνταςμε) να μήν πώ στο χωριό την αλήθεια, γιατί τότε αμέσως, στο λεπτό (έλεγαν) «το κεφάλισου θα πάρουμε απο τους ώμους»...
Κοντός ο λόγοςμας ας είναι (=για να μήν πολυλογούμε), τα μεγάλα αδέρφιατου στέκονται παγωμένοι. Σ’ αυτό το σημείο ο παππούς (=ο πατέραςτους) είπε χωλωμένος: «για τα ανόητα πράγματα που κάνατε, φύγετε απο τα μάτιαμου, πάρτε δρόμο! Ώ, ώρα της κρίσης, ώ συντέλεια του κόσμου!
...το ψέμα γρήγορα ξετυλίγεται: ο Ιβάν στα γόνατα έπεσε – στον πατέρατου μπροστά. Στη συνέχεια, τα πάθιατου όλα εκείνα τα έβαλε στη σειρά τα διηγήθηκε όπως πραγματικά έγιναν, ώσπου και πάλι γρύλισε το σκυλί... ...τότε ο πατέραςτου είπε στον παπά: η Όμορφη αφού τον αγαπά, (όπως και ο γιόςμου την αγαπά), δηλαδή ο ένας τον άλλο αγαπούν, άς γίνει γιορτή που να κρατήσει έναν ολόκληρο χρόνο. Στεφάνωσετους αμέσως, αυτήν την ώρα, και όλοι ακούστε: θέλω να είστε γελαστοί, άς πιάσουμε τραγούδια γιορτινά και άς γλεντήσουμε. Εδώ δέν χρειάζεται πολλή σκέψη: έτσι καθώς είπε ο σπιτονοικοκύρης, για έναν ολόκληρο χρόνο έστησαν γιορτή, όλοι οι άνθρωποι χαρούμενοι περπατούν...
…συγχωρέθηκε ο πατέραςτου, η μάνατου δέν είναι (πιά στον κόσμο),οικογένεια ο Ιβάν έχει, (και) μεγαλώνει... τα μεγαλύτερα αδέρφιατου πήραν δρόμο, έφυγαν, και δέν ξαναγύρισαν πιά στον Ιβάν... Ο Ιβάν με τη δικήτου την ικανότητα αύξησε κι άλλο την κυριότητατου (περιουσία και κύρος). ...οι άνθρωποι όλοι τον εκτιμούν, επειδή είναι γενναίος τον αγαπούν...

ΗΛΒΈΤ, ΑΤΎΤΥ ΈΝ ΜΑΣΆΛ, |ΕΛΒΕΤ|, ετούτο ένι |ΜΑΣΑΛ|, (|ΜΑΣΑΛ| απο αραβική ρίζα msl που σημαίνει ομοιότητα, αναλογία, μεταφράζεται άλλοτε «μύθος», άλλοτε «αλληγορία», προτιμώ να το πώ «παραβολή»)
ΜΑ ΣΉΣ ΜΉ βΓΆΛΙΤ ΑΧ ΤΥ ΦτιΆΛ… μα σείς μή βγάλλετε εκ το κεφάλι…
βεβαίως, αυτό είναι παραβολή,
αλλα εσείς μή την βγάλετε απο το κεφάλι(σας).
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 1988.[/align][/B]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία
      Ομάδα
      Στίχοι για μελοποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

το καλό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι καλό· το κακό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι κακό.
 
anuya
03-07-2012 @ 08:42
to πρωτότυπο είναι στο http://users.sch.gr/ioakenanid/leontijkyrjakov2.htm κ ένα μικρό δείγμα για να καταλάβετε το μέτρο του πρωτοτύπου
(σημειωτέον Υ =ου, Δ =d, τΉ =κί, δ =δ, Β =b, β =β)

ΛΈ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ: Άιτσ ΑΝ ΈΝ,
ΤΟΤ βΚΡΉΘ ΣΗ ΜέΝΑ ιΑΝΚΗΔΈΝ:
ΠΑΧΉΛ ΑΝ ΚΆΜΝΙ ΤΙ, ΒΑΡΌΧ,
ΚΗ ΆΝ τΉ βΓΆΛΝΙ-Σε Π ΑδΌΧ,
ΤΌΤ ΠΆιΣ, ΟβΆ, ΣΤ ΑΤΌ Τ ΑΡΆΝ, -
ΚΗ δΊΓΝ ΝΔΥ δΆΧΛΥ-τσ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ
**Ηώς**
03-07-2012 @ 12:17
θέλει μελέτη.......θα το δω με ησυχία... ::hug.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο