| Το νυχτοπούλι,
στου γείτονα τη στέγη,
όλον τον Ιούλη,
τα μυστικά μου λέγει
κι αρχές τ’ Αυγούστου,
μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
γυρίζει ο νους του
και βρίζει κάποια Μάρι.
«Μη σε πικαίρνει»,
στριγκά και μπάσα κρώζει,
«καθένας παίρνει
εκείνο που τού αρμόζει,
αυτή με δόντι
πολέμησε και νύχι,
για τούτη, τω όντι,
τη μίζερή της τύχη».
Αντιλαλούνε
τα λόγια του στις ρούγες
κι όμορφες που ’ναι,
οι μαύρες του φτερούγες,
τραντάζει χάμου
τα ξύλινα σανίδια
και στα δικά μου
κρεμιέται κεραμίδια.
«Βρε νυχτοπούλι,
εγώ γιατί πληρώνω,
ήμουν το πούλι,
στο τάβλι με τον πόνο,
ήμουν το πιόνι,
στου πάθους τη σκακιέρα,
που το σκοτώνει
αδέσποτη μια σφαίρα»;
«Μην τη λυπάσαι,
τα μούτρα σου λυπήσου·
μ’ αν θέλεις να ’σαι
μ’ αυτήν κι αυτή μαζί σου,
κάνε της μάγια,
τράβηξε το σουγιά σου,
χτύπα με, πλάγια,
χαλάλι σου, με ’γειά σου!
»Χτύπα με, επ’ ώμου
και ρίξε με στ’ αυλάκι,
το τυχερό μου,
δώσε της, κοκαλάκι,
να σ’ αγαπήσει,
στον κόρφο της να σ’ έχει,
μέχρι τη δύση,
όποτε κι όσο απέχει».
Το νυχτοπούλι,
σταμάτησε να γρούζει
κι αν, ως λέν’ ούλοι,
πηγαίνει στον γρουσούζη,
τότε το ξέρει,
πως δε θα το σκοτώσω,
με μένα εν μέρει,
δεν κινδυνεύει τόσο.
Π.Θ.Τουμάσης
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|