| Ω γλυκιά μου, στολισμένη άνοιξη,
τα λαμπερά, μαύρα μαλλιά σου,
κυλούν ανέμελα στον άνεμο,
σαν καταρράκτης, που δροσίζει την ψυχή,
τα γελαστά, μαύρα σου μάτια,
μ' αιχμαλώτισαν, για πάντα, μεσ’ το φως,
το μαυρισμένο, λείο δέρμα,
στους ώμους, την κοιλιά,
τα στήθη, τους μηρούς,
τ' αγαλματένιο δέρμα,
τις νύχτες και τα όνειρα που στοίχιωσε
κι εκείνο το χαμόγελο,
με τα δυό χείλη,
απαλά κι αθάνατα
-σαν σάρκινα πετράδια-
να χτίζουν τ' άπειρο και το αιώνιο,
εκείνο το χαμόγελο,
που το ζωγράφισαν Θεοί,
μια νύχτα που λησμόνησαν τα μίση
κι αγκαλιασμένοι έπιναν κρασί
και πιάστηκαν και χόρευαν,
ώσπου τους βρήκε η αυγή,
να έχουν γίνει άνθρωποι!
Ω εσύ, άνοιξη γλυκιά,
που τίποτα απ' αυτά,
-ποτέ στα σοβαρά-
δεν σ' απασχόλησε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|