|
| Στον δρόμο | | |
Εδώ και μέρες καθόταν με την πόρτα μισάνοιχτη. Είχε καταφέρει να την ανοίξει μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχε περάσει το κατώφλι της. Και τώρα, τόσες νύχτες μετά από εκείνη την τελευταία μέρα, είχε καταφέρει να ανοίξει την πόρτα και τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες είχε βάλει μια καρέκλα δίπλα στην χαραμάδα της πόρτας και κοιτούσε τον διάδρομο της οικοδομής. Η πόρτα του ασανσέρ απέναντι ακριβώς, ήταν κλειστή. Πότε πότε περνούσε ο φωτισμένος θάλαμος με μια ή δυο σκιές μέσα του. Καμιά φορά ακούγονταν και ομιλίες. Είχε παρατηρήσει πως ο χρόνος που έκανε ο θάλαμος του ασανσέρ να κατέβει τον όροφό του ήταν κοντά στα δώδεκα δευτερόλεπτα. Του φάνηκε πολύ. Τον προβλημάτιζε για το αν θα πρέπει να κατέβει με το ασανσέρ ή από τις σκάλες. Το σχέδιο δεν έπρεπε να έχει λάθη. Έμενε στον τέταρτο και αυτό σήμαινε πως στην καλύτερη περίπτωση, θα έπρεπε να μείνει μέσα στο ασανσέρ για περίπου ένα λεπτό. Δεν μπορούσε όμως να χρονομετρήσει πόση ώρα κάνει να ξεκινήσει και να σταματήσει το ασανσέρ, δεν έμενε κανείς άλλος στον όροφό του για να μπορέσει να τον παρακολουθήσει καθώς θα μπαίνει στο ασανσέρ και θα πατάει το κουμπί του ισογείου. Προσπαθούσε να φανταστεί όλη την σκηνή για να την χρονομετρήσει αλλά δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα που έβγαζε. Του είχε δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα. Είχε να σκεφτεί πάρα πολλά για να τα καταφέρει.
Την τελευταία φορά που είχε προσπαθήσει ήταν μια τεράστια αποτυχία. Κατάφερε να κάνει μόλις δυο βήματα έξω από την πόρτα όταν εντελώς αναπάντεχα το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφό του και κάποιος πήγε να βγει εκείνη την άγια στιγμή. Ίσα που πρόλαβε να μπει τρέχοντας στο διαμέρισμα και να κλείσει γρήγορα την πόρτα. Ήταν τότε με την απογραφή. Ένας νεαρός του χτύπησε το κουδούνι και αυτός λαχανιασμένος όπως ήταν καθώς κοιτούσε από το ματάκι ιδρωμένος, προσπαθώντας να συγκρατήσει την αναπνοή του για να μην ακουστεί, στραβοκατάπιε και έβηξε. Ο νεαρός από έξω ξερόβηξε και μιλώντας όσο πιο ευγενικά μπορούσε είπε πως είναι από την απογραφή και πως είναι υποχρεωτικό λέει να απογραφεί, πως καταγράφουν όλο τον πληθυσμό και όλα τα κτίρια. Με αυτά που άκουσε του βγήκε ένα αυθόρμητο γέλιο, είχε καιρό να ακούσει το οτιδήποτε από ανθρώπινο στόμα σε ζωντανή επικοινωνία και του φάνηκε πολύ όμορφη αυτή η επαφή και αστεία συνάμα. Όχι δεν είχε αρχίσει να τα χάνει και καθώς σοβαρευόταν είπε στον νεαρό πως δεν χρειάζεται να τον απογράψει γιατί σε λίγο καιρό θα είχε πεθάνει. Ο νεαρός γύρισε την πλάτη του και έφυγε. Είχε δει και άλλους σαλεμένους και δεν είχε καμία όρεξη να μπλέξει, δεν άξιζαν τα χρήματα που έπαιρνε να βάλει σε κίνδυνο ούτε την σωματική ούτε την ψυχική του ακεραιότητα. Μόλις ο νεαρός άφησε τον διάδρομό του άδειο, σκέφτηκε πως ίσως να του απέκρυψε την πλήρη αλήθεια. Δεν ήταν αλήθεια πως θα πεθάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα με ανθρώπινους τουλάχιστον χρονικούς όρους αλλά γενικά πως μπροστά στην αιωνιότητα του σύμπαντος αυτός ναι σίγουρα σύντομα θα πεθάνει. Αλλά δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Εξάλλου είχε άλλα μεγαλύτερα σχέδια. Έπρεπε επιτέλους να τα καταφέρει. Έπρεπε να βγει.
Τώρα κοιτώντας από την χαραμάδα είχε αρχίσει να μετράει τα σκαλοπάτια ξανά και ξανά. Ήταν δεκαέξι σκαλοπάτια για έναν όροφο και θεωρώντας πως χρειάζεται δυο δευτερόλεπτα για το καθένα θα χρειάζονταν τελικά τουλάχιστον δυο λεπτά για να κατέβει μέχρι το ισόγειο. Αλλά από τα σκαλοπάτια θα υπήρχε το ρίσκο του τραυματισμού ενώ από το ασανσέρ υπήρχε το ρίσκο μια διακοπής ρεύματος. Υπήρχαν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες.
Οι φωνές από τους δρόμους πλήθαιναν. Ο κόσμος εξαγριωμένος φώναζε τα συνηθισμένα συνθήματα που τελευταία είχαν εμπλουτιστεί ιδιαίτερα. Τον φώναζαν. Έπρεπε να βγει να τους σώσει. Θα τα κατάφερνε. Σκέφτηκε να βγει στο μπαλκόνι και να τους ρωτήσει πως βγήκαν αυτοί. Αν πήραν το ασανσέρ ή αν κατέβηκαν από την σκάλα. Και μετά. Θα έπρεπε να τους μιλήσει. Να τους πείσει να κατευθύνουν την πορεία ωρολογιακά στους δρόμους της πόλης. Δεν γίνεται τόσα χρόνια να το κάνουν τόσο λάθος. Μα δεν βρέθηκε κανείς τόσα χρόνια; Ένας να πει και να κάνει το σωστό; Είχε αγανακτήσει πια. Την πρώτη πορεία που είχε γίνει την είχε παρακολουθήσει στην τηλεόραση και τους έβλεπε να πηγαίνουν αντίστροφα και τρελαινόταν. Μα δεν ξέρουν τι τους γίνεται σκεφτόταν. Μετά είχαν συγκεντρωθεί και οι σημαίες τους ήταν τελείως ανακατεμένες. Και τα χρώματα από τα ρούχα τους, ανομοιόμορφα και αυτά. Δεν βρέθηκε κανείς να τους βάλει σε σειρά. Μα τι εικόνα δίνουν, ποιος θα τους ακούσει έτσι αχρωμάτιστους, σκεφτόταν τότε. Και τον είχε προβληματίσει ιδιαίτερα η σειρά των χρωμάτων. Σκεφτόταν πως θα έπρεπε να ξεκινάνε με σκούρα ρούχα και έπειτα προς πιο ανοιχτά χρώματα, να μοιάζουν με έναν μεγάλο κομήτη. Να σβήνει η εικόνα. Έτσι το σκέφτηκε από εδώ το σκέφτηκε από εκεί και αποφάσισε αυτήν την φορά να βγει. Αυτός μόνο ήξερε τι πρέπει να γίνει επιτέλους. Έπρεπε να βγει και να σώσει τον κόσμο.
Το αποφάσισε, θα κατέβαινε από το ασανσέρ. Πήρε έναν μικρό σάκο, έβαλε μέσα δυο τοστ που είχε φτιάξει, ένα μεγάλο μπουκάλι νερό και μια μάσκα και όρμησε στο ασανσέρ αφήνοντας την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή για να μην χρειαστεί να την ανοίγει όταν επιστρέψει. Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε γρήγορα το κουμπί του ισογείου. Το θηρίο βόγκηξε, τα καλώδια έτριξαν και ξεκίνησε η καθοδική πορεία. Έκλεισε τα μάτια και έβλεπε τον εαυτό του μέσα σε έναν θάλαμο ύψους δυόμιση μέτρων και επιφάνειας ενάμιση τετραγωνικού να κινείται προς τον Άδη μέσα σε ένα απείρου μήκους φρεάτιο. Ασυναίσθητα σκέφτηκε την Περσεφόνη. Ξαφνικά το ασανσέρ σταμάτησε και έσβησαν τα φώτα. Κάθισε στο πάτωμα και κοιτούσε την πόρτα. Έπαιρνε μικρές αναπνοές. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν. Προβοκάτσια. Δεν ήξερε ποιος μπορεί να το προκάλεσε. Ο τελευταίος με τον οποίο είχε μιλήσει ήταν το παιδί της απογραφής. Έπρεπε να είχε μάθει τότε το όνομά του. Ή ακόμη και να του πιάσει την κουβέντα. Να δει για ποιόν δουλεύει. Θυμόταν το πρόσωπό του, ευτυχώς που είχε φωτογραφική μνήμη.
Έκανε υπομονή μέχρι που κάποια στιγμή τα φώτα άναψαν. Με την λίγη ψυχραιμία που του είχε μείνει πάτησε το κουμπί του ορόφου του. Τα πράγματα είχαν αλλάξει. Έπρεπε να φτιάξει νέο σχέδιο σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που είχε. Μόλις σταμάτησε στον όροφό του και βγήκε από το ασανσέρ χαμογέλασε με την επιλογή του να αφήσει την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή. Ήξερε αυτός. Μπήκε μέσα αποφασισμένος. Τα μάτια του άστραφταν. Άνοιξε την τηλεόραση γιατί τον βοηθούσε ο θόρυβός της στην σκέψη του. Εκεί άκουσε πως η κυβέρνηση είχε πέσει και πως θα γίνονταν νέες εκλογές και δημοψήφισμα για το πολίτευμα και το σύνταγμα της χώρας. Ταυτόχρονα σε δυο γειτονικές χώρες παρόμοιες ειδήσεις ξεπηδούσαν που σήμαιναν το τέλος μια εποχής και την αρχή μιας καινούριας. Και για όλα αυτά σκέφτηκε το μόνο που χρειάστηκε ήταν να μπει στο ασανσέρ. Τρόμαξε με την δύναμή του. Ήσυχος πια προς το παρόν άνοιξε το αλουμινόχαρτο και άρχισε να δαγκώνει το τοστ μπροστά στην τηλεόραση.
Ξύπνησε απότομα, πήρε τα χάπια για την δίψα και την πείνα, φώναξε τον δεσμοφύλακα να τον λύσει για να αρχίσει την δουλειά και είχε ακόμη αυτήν την γλυκιά γεύση του ζαμπόν στο στόμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
karpox 27-09-2012 @ 11:06 | Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.
Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ’ όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.
Κ. Καρυωτάκης | | anepithimito 27-09-2012 @ 11:11 | Μην μου μιλάς για εξισώσεις.. έχω πάρει άδεια από την σημαία για μια βδομάδα! ::yes.:: | | karpox 27-09-2012 @ 11:15 | ντριννννν ντριννννννν..... | | ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ 27-09-2012 @ 13:20 | Και τον είχε προβληματίσει ιδιαίτερα η σειρά των χρωμάτων.
παρα ταύτα απεδωσες την πραγματικοτητα με μαθηματικη ακριβεια...αν και αφησες την τελευταια πραξη για το αποτελεσμα σ εμας ::smile.::
μερα καλη σου!!! | | monajia 27-09-2012 @ 16:36 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | montekristo 24-11-2012 @ 12:48 | σε λίγες γραμμές είπες τόσα πολλά
Σαμαράκη μου θύμισε εμένα, στεγνή γραφή μα έχει εκείνο το ωραίο το απόσταγμα της ελευθερίας μέσα της | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|