| Είχαν χωρίσει οι στεριές με θαλασσί
του διονύσου στεριές, εκεί το φως να ακουμπά
πού 'χει ολόχρυσα τσαμπιά
από σταφύλι που δεν έγινε κρασί.
Μέθη που φτιάχνει δειλινά κι αποκοιμίζει τις ακτές
να σε ξυπνούν τα κύματα μες το δικό μου όνειρο
φως που λιγούσε στις πλαγιές, τι θα πεις, τι θα πω
η μέρα ήθελε να δει τι θες να φέρει.
Μόνο μία η εικόνα, η ίδια όλες τις φορές
να την κρατούνε οι καρδιές
κι όλη η χώρα να χωρά μέσα σε λέξεις
θυμάμαι βήματα μικρά και ναι θυμάμαι ωκεανούς
πως σε κοιτούσα θυμάμαι στο νου τ’ ουρανού.
Κι οι ώρες αυτές δεν μετρούσαν
το χρόνο σε μέρες ζυγές
για αυτό και αργά προχωρούσαν
να γίνουν όλες Κυριακές.
Στα πιο θλιμμένα δειλινά
εγώ θα σμίγω με χαρές
όσο περίμενα να ρθεις ξαναρωτούσα τις σιωπές
από τις σκέψεις που κρατώ ποια θες να έχεις
μες στις δικές μου προσευχές
εννιά περνούσαν δειλινά
μέχρι να φτάσεις εδώ αχ να προσέχεις.
Μες τα εννιά τα δειλινά τρία παρόμοια κλειδιά
να ξεκλειδώνουν εποχές μ' αναμνήσεις μισές
δεμένες είχαν κλειδαριές και δραπετεύω
να φτάνω εκεί μόλις βραδιάζει
να ξεκουράζονται οι ψυχές
στης Ανδρομέδας τ’ αστέρια δραπέτες
να σφίγγουν τα χέρια να βρουν διαδρομές
είδα στο δρόμο μου ληστές κι οφθαλμαπάτες.
Μονεμβασίτη, 28 Σεπτ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|