|
| 1ο γράμμα για τους Wasungu, συναλλαγές | | | θα αναρτήσω άν θέλει ο Θεός όλες τις επιστολές κ παρακαλώ άν κάποιος έχει εκδοτικό οίκο να τις δημοσιεύσουμε σε βιβλίο ή άν κάποιος γνωρίζει κάποιον εκδοτικό οίκο να με φέρει σε επικοινωνία, τώρα που κλείνουν 100 χρόνια | | [font=Palatino Linotype][color=navy][B]1η επιστολή
Βερολίνο, 1η Μαΐου 1912
Omukama! [=βασιλικός τίτλος] Μεγάλε και μοναδικέ βασιλέα!
Σου γράφω ώς υπάκουος υπηρέτηςΣου που με έστειλες για να δώ άν υπάρχει κάποιος βασιλέας ισάξιοςΣου και άν υπάρχει κάποιος τόπος κατοικημένος απο ανθρώπους που να έχει περισσότερα να προσφέρει στον άνθρωπο απο ό,τι η δικήΣου χώρα, η Κιταρα, η χώρα των μακροκέρατων βοδιών.
Επίτρεψέμου να δώσω την απάντηση απο την αρχή: δέν υπάρχει τέτοια χώρα, δέν υπάρχει τέτοιος βασιλέας.
Ό,τι έχω δεί ωστόσο στο μακρύ ταξίδιμου, αξίζει να το γνωρίζεις· και άν επιστρέψω γερός, θα μπορέσω να σου τα διηγούμαι «δια ζώσης», οπότε θα τα καταλάβεις ακριβέστερα παρά όταν ο Ibrahimu, ο άνθρωπος απο την ακτή, σου διαβάζει το γράμμαμου είτε σε σένα μόνο είτε, άν είναι η θέλησήσου, κι άλλες φορές, στον κύκλο των δικώνΣου Wakungu (ευγενών αξιωματούχων που υπηρετούν στην βασιλική αυλή).
Όταν με ξεπροβοδούσες στο ταξίδι δίνονταςμου απο τα μεγάλα πλούτηΣου δώδεκα εκατοντάδες βόδια ικανά για πορεία και δύο χιλιάδες κατσίκια ωστε να μπορώ να πληρώνω ό,τι θα κόστιζε το ταξίδιμου στην ξένη χώρα, τότε κανένας δέν φανταζόταν οτι τώρα, δύο μήνες μετά, δέν θα είχα μαζίμου κανένα απο τα λαμπρά βόδιαΣου και οτι ωστόσο, χάρις στον πλούτο και τη δύναμήΣου, δέν θα στερούμουν τίποτε.
Ήδη όταν έφτασα στη μεγάλη λίμνη των Wasukama, όλα τα βόδια και κατσίκιαΣου τα αντάλλαξα με κομμάτια μετάλλου, και ύστερα τα κομμάτια μετάλλου αυτά τα αντάλλαξα με ένα έγγραφο χαρτί. Συνέχισα το ταξίδι μόνοςμου, και όπου δείχνω αυτό το χαρτί, μου δίνουν τα νομίσματα που χρειάζομαι για να αγοράζω τροφή. Τόσο μεγάλη ισχύ έχει το όνομάΣου.
[σημείωση μεταφραστή: wa- είναι το πρόθεμα που σημαίνει άνθρωποι, οπότε Wasukama είναι μάλλον το όνομα κάποιας φυλής]
Να γνωρίζεις: η χώρα στην οποία τώρα περιηγούμαι, ονομάζεται Deutschland [Γερμανία]. Οι ντόπιοι αυτής της χώρας πληρώνουν όχι με βόδια και κατσίκια, αλλα ούτε και με χάντρες ή όμορφα όστρακα, ούτε και με βαμβάκι. Μικρά κομματάκια απο μέταλλο και χρωματιστό χαρτί είναι το νόμισμάτους, και το χαρτί έχει πιό μεγάλη αξία απο ό,τι το μέταλλο. Είναι σάν να λέμε οτι κάποιος στο όρος Sabinjo θα μπορούσε με ένα πλεχτό χορταρένιο στεφανάκι να αγοράσει τέσσερις αγελάδες που να μεταφέρουν φορτίο (ενώ ο κάθε Hutu [αφρικανός αγρότης] ξέρει οτι είκοσι χορταρένια στεφανάκια δέν φτάνουν για να αγοράσεις όσα καυσόξυλα χρειάζεται μιά οικογένεια για να περάσει μιά ζεστή νύχτα την εποχή των βροχών!)
Φαντάζομαι το πρόσωποσου, πώς θα γελάς με αυτόν τον παραλογισμό που σου διηγούμαι απο μέσα απο τη Γερμανία. Αλλά, μεγάλε βασιλέα, θα σου το πώ και τώρα και πολλές φορές ακόμα: οι ντόπιοι αυτής της χώρας αισθάνονται και αυτό όπως και πολύ πιό παράλογα πράγματα ώς κάτι το αυτονόητο, και έχουν τόσο πολύ συνηθίσει τέτοια πράγματα, που θα τρόμαζαν άν ήταν διαφορετικά. Μάλιστα, όταν τους λέω (μιλάω ήδη άριστα τη γλώσσα των ντόπιων) οτι εμείς στην Κιταρα πληρώνουμε με διαφορετικά νομίσματα, τότε αυτοί λένε πως ό,τι εκείνοι έχουν είναι καλύτερο, και ρωτάνε μήπως πρέπει να έρθουν και να φέρουν σ’ Εσένα αυτό το «καλύτερο». Όλα εκείνα που θέλουνε να μας φέρουνε τα ονομάζουν με μία λέξη: «Kultur» [πολιτισμός]. Δεδομένου όμως οτι κανένας δέν μπορεί να φέρει κάτι καλύτερο απο εκείνο που έχει, και επειδή δέν μου αρέσει ό,τι έχουν αυτοί οι «άνθρωποι» (αυτοαποκαλούνται και «άνθρωποι», λόγω τιμής!) γι’ αυτό κάθε φορά απαντώ: «μου επιτρέπεις, το καλύτερο ευχαριστώ». [«du ließest "bestens danken"»] Αυτή είναι μιά έκφραση που χρησιμοποιούν όταν θέλουν να πούν αυτό που εμείς λέμε στη γλώσσαμας «όχι, δέν θέλω!».
Κύριε των βουνών [=βασιλικός τίτλος], ίσως να μου θυμώνεις που άφησα τους εκατό γοργοπόδαρους αγγελιαφόρους και αυτονών τους εκατό συνοδούς γραμμάτων στο δάσος του Bukome, στα σύνορα της επικράτειάςΣου. Έτσι ήμουν αναγκασμένος να κάνω άν ήθελα να προχωρήσω σε πιό πέρα χώρες και θάλασσες ώσπου να φτάσω σε αυτήν τη χώρα. Ήμουν υποχρεωμένος να παρατήσω το σχέδιο να έχω μαζίμου έναν αγγελιαφόρο και έναν συνοδό επιστολής για κάθε γράμμα που σου γράφω. Διότι εδώ χειρίζονται τις επιστολές εντελώς διαφορετικά απο ό,τι στην δικήΣου χώρα. Σ’ Εσένα ισχύει νόμος γνωστός σε όλους: μόνο μία επιστολή σε μία μέρα μπορεί να φτάσει στην πόληΣου. Την επιστολή φέρνει ένας αγγελιαφόρος, τον οποίο συνοδεύει ένας άλλος, διότι δέν επιτρέπεται ένας μόνοςτου να μεταφέρει επιστολή. Όταν οι δυότους περάσουνε την [τοποθεσία] Ruhiga, τότε σπεύδει να τους προϋπαντήσει ο παραλήπτης της αποστολής, και σύντομα έπειτα γνωστοποιείται αυτό στην κατοικίαΣου. Και εν τέλει όταν αυτοί κατεβαίνουν [=όταν οι δύο γραμματοκομιστές μαζί με τον παραλήπτη έρχονται αφού περάσουν] απο το ψηλό πέρασμα του Kibata, τότε [πηγαίνει και] τους συνοδεύει [φέρνοντας την επιστολή] ένα πολυκέφαλο πλήθος αρχοντοαναθρεμμένων νεαρών, και το τύμπανο και η τρομπέτα τραβούν την ανηφόρα της αυλής του Kabare για να τους συναντήσουν [με τύμπανο και τρομπέτα ανεβαίνουν στο ύψωμα όπου είναι η αυλή του Kabare για να υποδεχθούν επίσημα αυτούς που φέρνουν την επιστολή – προφανώς εκεί στο ύψωμα γίνεται η παράδοση και το επίσημο άνοιγμα της επιστολής].
Ενώ σε αυτήν τη χώρα τί σημασία έχει μιά επιστολή; Καμία! Και αυτό δέν πρέπει να μας εκπλήσσει· διότι στη Γερμανία οι επιστολές είναι όσες και τα χορτάρια στο λειβάδι του Mpororo. Ένας μόνο αγγελιαφόρος κουβαλάει εκατό επιστολές κάθε φορά, γιατί κάθε άνθρωπος πρέπει να παραλαμβάνει επιστολές, και κάποιοι παίρνουνε πολλές επιστολές κάθε φορά. Σπάνια βλέπω κανέναν που έχοντας διαβάσει όλες τις επιστολέςτου να αισθάνεται καλύτερα ή χειρότερα. Και άν με το ένα γράμμα λυπηθεί, πιάνει το επόμενο με το οποίο χαίρεται, και όταν έχει διαβάσει όλες τις επιστολές δέν ξέρει άν πρέπει να λυπάται ή να χαίρεται. Μόνο που [αφού διάβασε τόσα γράμματα] έχει κουραστεί. Και έτσι δέν έχει πιά όρεξη να θερίσει το χωράφι ή να φυλάξει τα βόδια. Άν βέβαια έχει και κανένα χωράφι ή βόδια για να φροντίσει.
Ήδη το βλέπεις, είναι δυστυχισμένος αυτός ο λαός, όμως Σε παρακαλώ μή με ρωτήσεις σήμερα να Σου πώ ποιά είναι η αιτία. Θα Σου περιγράψω και στα επόμενα γράμματα ό,τι βλέπω, και πολύ αργότερα θα βγάλω τα συμπεράσματάμου. Πολλά ακόμη έχω να Σου γράψω.
Ο [Θεός] Riangombe που πάνω απο τα βουνά της φωτιάς [ηφαίστεια] κατοικεί και με χιόνι τα πόδιατου δροσίζει, να προστατεύει Εσένα και εμένα, τον υπηρέτηΣου Lukanga Mukara.[/B]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| το καλό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι καλό· το κακό, απο ΌΠΟΥ κι άν προέρχεται, είναι κακό. | | |
|
thrasher 04-11-2012 @ 11:50 | πες μου οτι θα προλάβει ο φίλος μας τον πρώτο παγκόσμιο? ::laugh.:: | | anuya 04-11-2012 @ 12:02 | αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του Papalangi: "ο Παπαλάγγι μας πήρε απο τα χέριαμας τα ακόντια κ τα μαχαίρια για να μήν πολεμάμε μεταξύμας, κ νομίσαμε οτι το έκανε απο την καλοσύνητου. Κ τώρα, ακούτε τί γίνεται εδώ; σηκώσανε ο ένας εναντίον του άλλου πολύ χειρότερα όπλα κ σκοτώνονται μεταξύτους, γιατί; για το τυπωμένο χαρτί κ το βαρύ μέταλλο" | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|