| Κυριακή μεσάνυχτα μιά ψυχρολουσία
διάβασα το μύνημα κι έμεινα εκεί.
Πέθανα κι αναστήθηκα χωρίς καμμιά αιτία
αφού τίποτε στο σώμα μου πιά δεν λειτουργεί.
Φταίω εγώ
που πήρα θαλασσί απο το βλέμμα σου
και άρχισα τη μοίρα μου να βάφω.
Φταίω εγώ
που έψαχνα έστω κι ένα νεύμα σου
και σ έβαλα απ τη μάνα μου πιο πάνω.
Είναι το τραγούδι μου ποταμός που ρέει
τώρα πια τον πέρασες έπαψε να υπάρχει.
Έμεινε μόνη η καρδιά ένα ηφαίστειο που καίει
μα ξέρω πως δεν πρόκειται αυτό να σε αλλάξει.
Φταίω εγώ
που πήρα θαλασσί απο το βλέμμα σου
και άρχισα τη μοίρα μου να βάφω.
Φταίω εγώ
που έψαχνα έστω κι ένα νεύμα σου
και σ έβαλα απ τη μάνα μου πιο πάνω.
Χόρεψα ζειμπέκικο στις στάχτες μας επάνω
να μη σε ξαναδώ και να σε αποχαιρετήσω.
Έρωτας ο ψεύτικος ήσουν τι να σε κάνω
φτάσαμε στον επίλογο χωρίς να σε φιλήσω.
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|