|
Πέρνα στην ίυγκα την κλωστή και γύρισε τον δίσκο.
Τα δαχτυλά σου τέντωσε, σ` ελαστικό ροδάνι.
Κι όταν τριγύρω αρχίσουνε πουλιά να φτερουγίζουν,
όταν μιχθούν τα χρώματα σ` αρχαία πανδεσία,
ξόρκι κρυφό του έρωτα, ψυθίρισε καρδιά μου.
Τότε θα δείς μικρό πουλί κρυφά να σε κοιτάζει.
Δεν είν` πουλί, μα μάγισσα, που βγήκε στο κυνήγι.
Σταβολαιμήτης ξυλουργός, μικρός Δρυοκολάπτης,
πιστός αποκρισάριος, κρυφός μαντατοφόρος.
Τσιμπολογάει αχόρταγα, τα ξόρκια της αγάπης.
Κι όταν το δείς να καίγεται, μέσ` στο θυσιαστήριο.
Τα σπλάχνα του να φλέγονται στων πλανητών τ` αστράλια
κι αντί να κλαίει, να τραγουδά, που σήμερα πεθαίνει,
-πως χρώματα και μουσικές, πέτυχε να τα σμίξει-
τότε το ξόρκι έδεσε, με μαγεμένους κόμπους.
Των μαγισσών τους ξορκισμούς, ποτέ μην κοροιδέψεις.
Ούτε στου Πάνα τον αυλό, την αύρα ν` αγνοήσεις.
Γιατί οι συντρόφοι έλειψαν. Απο καιρό χαθήκαν.
Τα καραβόσχοινα λυτά. Κανέναν δεν θα δέσουν.
Τα ίσια κατάρτια έσπασαν στις ίυγκας το τραγούδι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 11 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|